Μενού

Φόρμα Σύνδεσης



Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;
 
Αρχική σελίδα
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow

«Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη»( Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:13).

Σχετικά με το τι είναι πίστη, στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται: «είναι δε η πίστις, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβραίους, ια΄:1). Διαβάζοντας το κεφάλαιο αυτό, της προς Εβραίους επιστολής, βλέπουμε τα κυριότερα παραδείγματα ανθρώπων που έζησαν στη Παλαιά Διαθήκη, με πίστη στο Θεό και στα λόγια Του,  όπως τα έργα αυτών και τις ενέργειες του Θεού που αποδείκνυαν την γνησιότητα αυτής της πίστης και την ευαρέσκεια του Θεού σ’ αυτή. Σαν συμπέρασμα αναφέρουμε το εδάφιο: «χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύη ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» (Εβραίους, ια΄: 6).

Στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2013 είχαμε γράψει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ότι είναι ο Υιός του Θεού  και μοναδικός σωτήρας και ότι αυτή  η πίστη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικής οικοδομής κάθε πιστού. Ο Πατέρας Θεός συμμαρτυρεί σ’ αυτή τη πίστη με το να γεννήσει ‘άνωθεν’ τον πιστό άνθρωπο, ο δε πιστός δίνει μαρτυρία αγαθής συνειδήσεως με το να βαπτισθεί στο νερό, υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου Ιησού.

Αυτή η πίστη στον Υιό του Θεού, που ο Πατέρας Θεός απέστειλε Σωτήρα του κόσμου, λογίζεται από το Θεό σε δικαιοσύνη του αμαρτωλού ανθρώπου χωρίς των έργων του νόμου. Χαρακτηριστικό γραφικό παράδειγμα αυτής της κατά χάρη δικαίωσης είναι η σωτηρία του ενός από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Κύριο. Επί πλέον αναφέρουμε ότι η δικαιοσύνη σαν αποτέλεσμα της πίστης στα λόγια του Θεού, αναφέρεται και για τον Αβραάμ που έζησε πριν από το καθεστώς του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζουμε σχετικά: « Διότι εάν ο Αβραάμ εδικαιώθη εκ των έργων, έχει καύχημα, αλλ' ουχί ενώπιον του Θεού. Επειδή τι λέγει η γραφή; Και επίστευσεν Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην.  Εις δε τον εργαζόμενον ο μισθός δεν λογίζεται ως χάρις, αλλ' ως χρέος εις τον μη εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού λογίζεται εις δικαιοσύνην ….. Δεν εγράφη δε δι’ αυτόν μόνον, ότι ελογίσθη εις αυτόν, αλλά και δι’ ημάς, εις τους οποίους μέλλει να λογισθή, τους πιστεύοντας εις τον αναστήσαντα εκ νεκρών Ιησούν τον Κύριον ημών∙ όστις παρεδόθη δια τας αμαρτίας ημών, και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμαίους,δ΄:2-5, 23-25). Δηλαδή ο Αβραάμ, προεικόνιζε την δικαίωση εκ πίστεως που θα ερχόταν σε όσους πιστέψουν στο λυτρωτικό έργο του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Αφού βέβαια πιστέψει ο άνθρωπος και αναγεννηθεί, συνεχίζει μια πορεία με τον Χριστό, κάνοντας το θέλημά Του, το οποίο είναι ο αγιασμός του ανθρώπου. Ο Κύριος, θέλει να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δυνάμεις μας, αλλά να τον εμπιστευόμαστε σε κάθε δυσκολία που περνάμε στη ζωή μας και να υπομένουμε χωρίς γογγυσμό την παιδεία Του, έτσι ώστε να περιμένουμε την έκβαση που θα κάνει στη δοκιμασία με αποτέλεσμα να αυξανόμαστε στη πίστη και γενικά στο καρπό  του Αγίου Πνεύματος. Αυτό ήθελε ο Κύριος να καταλάβει ο λαός Ισραήλ που για σαράντα χρόνια περιφερόταν μέσα στην έρημο: «Και θέλεις ενθυμείσθαι πάσαν την οδόν, εις την οποίαν σε ωδήγησε Κύριος ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, δια να σε ταπεινώση, να σε δοκιμάση, δια να γνωρίση τα εν τη καρδία σου, εάν θέλης φυλάξει τας εντολάς αυτού ή ουχί. Και σε εταπείνωσε, και σε έκαμε να πεινάσεις, και σε έθρεψε με μάννα, (το οποίον δεν εγνώριζες, ουδέ οι πατέρες σου εγνώριζον), δια να σε κάμη να μάθης ότι ο άνθρωπος δεν ζη με μόνον άρτον, αλλ’ ο άνθρωπος ζη με πάντα λόγον εξερχόμενον εκ του στόματος του Κυρίου» (Δευτερονόμιον, η΄:2-3). Διαβάζοντας συνεπώς το γραμμένο λόγο του Θεού,  βλέπουμε ότι η εν Χριστώ πορεία μας, είναι μια πορεία όπου μαθαίνουμε να περπατάμε δια πίστεως. Επί πλέον, ο απόστολος Παύλος τονίζει: «Έχοντες λοιπόν το θάρρος πάντοτε, και εξεύροντες, ότι ενόσω ενδημούμεν εν τω σώματι, αποδημούμεν από του Κυρίου∙ (διότι περιπατούμεν δια πίστεως, ουχί δια της όψεως∙) θαρρούμεν δε, και επιθυμούμεν μάλλον να αποδημήσωμεν από του σώματος, και να ενδημήσωμεν προς τον Κύριον» (Β΄ Κορινθίους, ε΄: 6-8). Βέβαια για να έχουν αυτά τα εδάφια εφαρμογή στη ζωή μας, φανερή προϋπόθεση είναι η αγάπη μας στο Κύριο να βρίσκεται πάνω από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας.

Όσο αφορά το γνωστό δίλλημα πίστη ή έργα, αναφέρουμε ότι ενώ το μόνο έργο για να σωθεί ένας άνθρωπος (όπως ο ένας ληστής), είναι η μετάνοια και η πίστη εκ μέρους του στον Ιησού Χριστό, η φανέρωση όμως της σωτηρίας, όπως και η διατήρηση της, γίνεται μέσω των καλών έργων.  Διαβάζουμε σχετικά:«Αλλ' ότε εφανερώθη η χρηστότης και η φιλανθρωπία του Σωτήρος ημών Θεού, ουχί εξ έργων δικαιοσύνης τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εξέχεε πλουσίως εφ' ημάς διά Ιησού Χριστού του Σωτήρος ημών, ίνα δικαιωθέντες διά της χάριτος εκείνου, γείνωμεν κληρονόμοι κατά την ελπίδα της αιωνίου ζωής. Πιστός ο λόγος, και θέλω ταύτα να διαβεβαιοίς, διά να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προΐστανται καλών έργων. Ταύτα είναι τα καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους»(Τίτον, γ΄: 4-8),                                                                      «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; Μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ’ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν» (Ιακώβου,β΄:14-17) , «Εάν λοιπόν πεινά ο εχθρός σου, τρέφε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν∙ διότι πράττων τούτο θέλεις σωρεύσει άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν αυτού»(Ρωμαίους,ιβ΄:20).                                                                                                     Έτσι λοιπόν, ο χριστιανός έχει έργα πίστεως, με τα οποία φανερώνεται η νέα  καθαρή και φωτεινή εν Χριστώ  ζωή του.

Για την ελπίδα, αναφέρεται: «Διότι με την ελπίδα εσώθημεν∙ ελπίς δε ήτις βλέπεται, δεν είναι ελπίς∙ διότι εκείνο το οποίον βλέπει τις, δια τι και ελπίζει; Εάν δε ελπίζωμεν εκείνο το οποίον δεν βλέπομεν, δια της υπομονής περιμένομεν αυτό» (Ρωμαίους,η΄:24). Την ελπίδα προσπαθούμε να την έχουμε πάντοτε στον Κύριο, είτε αφορά απάντηση σε αιτήματα, είτε σε διωγμούς, είτε σε διάφορες δοκιμασίες, κατά τη διάρκεια των οποίων, ελπίζουμε και περιμένουμε με υπομονή, ο Κύριος να επέμβει και να κάνει έκβαση. Η πίστη συνδέεται με την ελπίδα: «Δικαιωθέντες λοιπόν εκ πίστεως, έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου ελάβομεν και την είσοδον δια της πίστεως εις την χάριν ταύτην εις την οποίαν ιστάμεθα∙ και καυχώμεθα εις την ελπίδα της δόξης του Θεού. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά και καυχώμεθα εις τας θλίψεις∙ γινώσκοντες ότι η θλίψις εργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς δεν καταισχύνει, διότι η αγάπη του Θεού είναι εκκεχυμένη εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος εις ημάς» (Ρωμαίους,ε΄:1-5). Ο απόστολος Παύλος που τα γράφει αυτά δια Πνεύματος Αγίου, πέρασε νικηφόρα  πολλές δοκιμασίες και θλίψεις στην εν Χριστώ ζωή του και γι’ αυτό αποτελεί για μας παράδειγμα προς μίμηση, ώστε να διατηρήσουμε και εμείς τη πίστη μας μέχρι τέλους  και να μην αποκάμουμε. Μόνο με αυτή την προοπτική μπορούμε να καυχόμαστε στις θλίψεις διότι γνωρίζουμε ότι μέσω αυτών ο Θεός εργάζεται την υπομονή μέσα μας, η δε υπομονή οικοδομεί δόκιμο χαρακτήρα εντός μας και ο δόκιμος χαρακτήρας εργάζεται την ελπίδα στην έκβαση του Θεού, η οποία ελπίδα δεν θα μείνει αναπάντητη, γιατί ο Θεός ήδη έχει δώσει την αγάπη Του μέσα στις καρδιές μας, δια του Πνεύματος του Αγίου που μας έδωσε.

Η αγάπη είναι ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο «κρέμεται» όλη η Γραφή. Δυο είναι οι μεγαλύτερες εντολές: «Και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου και Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μάρκος,ιβ΄:30-31). Ο απόστολος Ιωάννης αναφέρει τον ορισμό της αγάπης:  ‘Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι’.(Α΄ Ιωάννου, ε΄:3). Ο απόστολος Παύλος περιγράφει επακριβώς τα χαρακτηριστικά της γνήσιας αγάπης που ο Θεός δίνει σε μας στο ιγ΄ κεφάλαιο της Α΄ Κορινθίους επιστολής και τελειώνει αναφέροντας ότι η αγάπη είναι μεγαλύτερη από τη πίστη και την ελπίδα γιατί όταν θα πάμε κοντά στον Κύριο, δεν θα χρειαστεί να πιστεύουμε ή να ελπίζουμε διότι θα τον δούμε, ενώ αυτό που θα μένει αιώνια είναι η αγάπη που θα έχουμε για Αυτόν και για τον πλησίον μας. Αμήν!

 

Ο Κύριος Ιησούς μετά την ανάστασή Του, φανέρωσε τον εαυτό Του ζωντανό στους αποστόλους δια πολλών τεκμηρίων και τους έδωσε εντολές δια Πνεύματος Αγίου. Ενώ ήταν μαζί τους, τους παρήγγειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη αφού όμως πρώτα  περιμένουν να λάβουν δύναμη εξ ύψους, δηλαδή να βαπτιστούν με Άγιο Πνεύμα.  Διαβάζουμε σχετικά:

«Και προσελθών ο Ιησούς, ελάλησε προς αυτούς, λέγων Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης.  Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς και ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν.» (Ματθαίος, κη΄: 18-20)

« Και είπε προς αυτούς Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν.  Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση θέλει κατακριθή.  Σημεία δε εις τους πιστεύσαντας θέλουσι παρακολουθεί ταύτα, Εν τω ονόματί μου θέλουσιν εκβάλλει δαιμόνια θέλουσι λαλεί νέας γλώσσας  όφεις θέλουσι πιάνει και εάν θανάσιμόν τι πίωσι, δεν θέλει βλάψει αυτούς επί αρρώστους θέλουσιν επιθέσει τας χείρας, και θέλουσιν ιατρεύεσθαι.» (Μάρκος,ιστ΄:15-18).

« και είπε προς αυτούς ότι ούτως είναι γεγραμμένον και ούτως έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, γινομένης αρχής από Ιερουσαλήμ. Σεις δε είσθε μάρτυρες τούτων. Και ιδού, εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου εφ' υμάς σεις δε καθήσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εωσού ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους.» (Λουκάς, κδ΄:46-49)

«Και συνερχόμενος μετ' αυτών, παρήγγειλε να μη απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός, την οποίαν ηκούσατε, είπε, παρ' εμού.  Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εν ύδατι, σεις όμως θέλετε βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω ουχί μετά πολλάς ταύτας ημέρας.»(Πράξεις, α΄:4-5).

Η επαγγελία του Πατρός απεστάλη από τον Κύριο την μέρα της Πεντηκοστής. Τότε όλοι οι μαθητές του Κυρίου , συνολικά 120 ψυχές, ήταν όλοι ομοθυμαδόν στο ίδιο μέρος. Ξαφνικά έγινε ένας ήχος σαν τον άνεμο που έρχεται με βία και γέμισε όλο το σπίτι και φάνηκαν γλώσσες σαν φωτιά που διαμοιράζονταν στον καθένα τους και αφού όλοι πληρώθηκαν με Άγιο Πνεύμα, άρχισαν να μιλούν σε ξένες γλώσσες καθώς το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς να λαλούν (Πράξεις,β΄:1-4).

Στη συνέχεια του βιβλίου των Πράξεων, βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα τα παρακάτω γεγονότα που αφορούν το βάπτισμα και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος:

Πολλά σημεία και τεράστια γινότανε στο λαό με τα χέρια των αποστόλων ώστε μαζευόταν το πλήθος των γύρω πόλεων στην Ιερουσαλήμ φέροντας ασθενείς και ενοχλούμενους από πνεύματα  ακάθαρτα και όλοι θεραπευόταν.  (Πράξεις, ε΄:16 ).

Βλέπουμε τον διάκονο και ευαγγελιστή Φίλιππο, μετά τον φόνο του πρωτομάρτυρα Στέφανου και τον διωγμό που ακολούθησε, να πηγαίνει στη Σαμάρεια και να κηρύττει στους Σαμαρείτες τον Χριστό. Ο Φίλιππος είχε το χάρισμα των ιαμάτων  διότι από πολλούς που  είχαν πνεύματα ακάθαρτα αυτά εξέρχονταν φωνάζοντας με μεγάλη φωνή, και πολλοί παραλυτικοί και χωλοί θεραπεύτηκαν. Έτσι πολλοί πίστεψαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και βαπτίστηκαν άνδρες και γυναίκες. Όμως ενώ ήταν βαπτισμένοι στο νερό δεν είχαν λάβει το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό ήλθαν από την Ιερουσαλήμ οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, επέθεσαν τα χέρια πάνω τους και τότε έλαβαν Πνεύμα Άγιο.(Πράξεις, η΄:5-17).

Όταν ο απόστολος Πέτρος ευαγγέλιζε τον Ρωμαίο εκατόνταρχο Κορνήλιο μαζί με τους συγγενείς και φίλους του, ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος, επήλθε το Πνεύμα το Άγιο σε όλους που άκουγαν  τον λόγο.  Και εξεπλάγησαν οι Ιουδαίοι πιστοί, όσοι ήλθαν μαζί με τον Πέτρο, ότι η δωρεά του Αγίου Πνεύματος δόθηκε και στα έθνη  διότι άκουγαν αυτούς να λαλούν γλώσσες και να δοξάζουν τον Θεό. (Πράξεις, ι΄:44-46 ).

Όταν ο απόστολος Παύλος βρήκε στην Έφεσο δώδεκα μαθητές του Κυρίου, τους πρότρεψε πρώτα να βαπτιστούν στο νερό στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Αυτοί υπάκουσαν και βαπτίστηκαν.  Στη συνέχεια αφού ο Παύλος επέθεσε σ’ αυτούς τα χέρια, ήλθε το Πνεύμα το Άγιο επάνω τους και λαλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. (Πράξεις, ιθ΄:1-7 ).

Σαν συμπέρασμα αναφέρουμε ότι πρώτα ο Κύριος και στη συνέχεια οι απόστολοί Του, θεωρούσαν το βάπτισμα με Άγιο Πνεύμα σαν βασική ανάγκη κάθε πιστού και ότι στις τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρονται στις Πράξεις το κοινό σημείο ότι βαπτίζεται κάποιος με Άγιο Πνεύμα, είναι οι ξένες γλώσσες και επί πλέον η δοξολογία και η προφητεία.

Όσο αφορά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία, ο απόστολος Παύλος γράφει: « Είναι δε διαιρέσεις χαρισμάτων, το Πνεύμα όμως το αυτό  είναι και διαιρέσεις διακονιών, ο Κύριος όμως ο αυτός  είναι και διαιρέσεις ενεργημάτων, ο Θεός όμως είναι ο αυτός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι. Δίδεται δε εις έκαστον η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον.  Διότι εις άλλον μεν δίδεται διά του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα,  εις άλλον δε πίστις διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε χαρίσματα ιαμάτων διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε ενέργειαι θαυμάτων, εις άλλον δε προφητεία, εις άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, εις άλλον δε είδη γλωσσών, εις άλλον δε ερμηνεία γλωσσών.  Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διανέμον ιδία εις έκαστον καθώς θέλει.» ( Α΄ Κορινθίους, ιβ΄:4-11).

Συνεχίζοντας ο απόστολος Παύλος τονίζει τη σημασία της ενότητας της εκκλησίας σαν σώμα Χριστού και την υπεροχή της αγάπης συγκριτικά με οποιοδήποτε χάρισμα μιας και ‘Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, έγεινα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν. Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι' (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:1-3).

Έτσι βάζοντας μια ιεραρχία συμβουλεύει: «Ακολουθείτε την αγάπην και ζητείτε μετά ζήλου τα πνευματικά, μάλλον δε το να προφητεύητε. Διότι ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον δεν λαλεί προς ανθρώπους, αλλά προς τον Θεόν διότι ουδείς ακούει αυτόν, αλλά με το πνεύμα αυτού λαλεί μυστήρια ο δε προφητεύων λαλεί προς ανθρώπους εις οικοδομήν και προτροπήν και παρηγορίαν. Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων την εκκλησίαν οικοδομεί.  Θέλω δε πάντες να λαλήτε γλώσσας, μάλλον δε να προφητεύητε διότι ο προφητεύων είναι μεγαλήτερος παρά ο λαλών γλώσσας, εκτός εάν διερμηνεύη, διά να λάβη οικοδομήν η εκκλησία.». (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:1-5).

Σχετικά με τη λειτουργία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος στις συναθροίσεις της εκκλησίας, αναφέρει: «Τι πρέπει λοιπόν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα ας γίνωνται προς οικοδομήν. Εάν τις λαλή γλώσσαν αγνώριστον, ας κάμωσι τούτο ανά δύο ή το περισσότερον ανά τρεις και εκ διαδοχής, και εις ας διερμηνεύη αλλ' εάν δεν ήναι διερμηνευτής, ας σιωπά εν τη εκκλησία, ας λαλή δε προς εαυτόν και προς τον Θεόν. Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν εάν δε έλθη αποκάλυψις εις άλλον καθήμενον, ο πρώτος ας σιωπά. Διότι δύνασθε ο εις μετά τον άλλον να προφητεύητε πάντες, διά να μανθάνωσι πάντες και πάντες να παρηγορώνται και τα πνεύματα των προφητών υποτάσσονται εις τους προφήτας  διότι ο Θεός δεν είναι ακαταστασίας, αλλ' ειρήνης. Καθώς εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων.» (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:26-33).

Στις μέρες μας, χαρίσματα  του Αγίου Πνεύματος όπως αυτά της προφητείας και του να μιλάει κάποιος σε γλώσσα αγνώριστη,  έχουν παρεξηγηθεί και κατηγορηθεί ότι σχετίζονται με επήρεια ουσιών η με σχιζοφρένεια, αλλά και με άλλες βαριές κατηγορίες. Βέβαια δεν είναι σωστό να ταυτίζουμε μια επαγγελία από το Θεό, με μια ψυχική πάθηση γιατί τότε και οι απόστολοι θα ήταν ψυχασθενείς, άποψη πολύ προσβλητική για τον Πατέρα Θεό. Δυστυχώς τροφή γι’ αυτές τις κατηγορίες δίνουν κάποιες όντως παθολογικές καταστάσεις, όπως αυτή που ο απόστολος Παύλος αναφέρει: «Εάν λοιπόν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και λαλώσι πάντες γλώσσας αγνωρίστους, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, δεν θέλουσιν ειπεί ότι είσθε μαινόμενοι.» Γι’ αυτό καλό είναι να προσέχουμε να υπάρχει η τάξη που ο λόγος του Κυρίου αναφέρει σχετικά με τη λειτουργία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος έτσι ώστε να επέρχεται πνευματική οικοδομή και όχι ακαταστασία. Όσο αφορά τον ισχυρισμό κάποιων ότι τις ξένες γλώσσες τις έδωσε ο Θεός στους αποστόλους για να κηρύξουν στα έθνη και γενικότερα ότι τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς και της προφητείας ίσχυαν μόνο στην εποχή των αποστόλων ενώ σήμερα δεν υφίσταται ανάγκη να  υπάρχουν, αναφέρουμε πρώτα ότι η γλωσσολαλιά δίνεται προς την ατομική πνευματική οικοδομή του κάθε χριστιανού (Α΄ Κορινθίους,ιδ΄:4) και επί πλέον ότι ‘Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει είτε γνώσις, θέλει καταργηθή.  Διότι κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν όταν όμως έλθη το τέλειον, τότε το κατά μέρος θέλει καταργηθή’ (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:8-10). Πιστεύουμε να μην αμφιβάλει κανείς ότι το τέλειο δεν έχει έρθει ακόμη, επομένως και τα χαρίσματα της προφητείας και των γλωσσών δεν έχουν ακόμη καταργηθεί.

Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος δια Πνεύματος Αγίου συμβουλεύει: ‘Το Πνεύμα μη σβύνετε,  προφητείας μη εξουθενείτε Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε  από παντός είδους κακού απέχεσθε.’ (Α΄ Θεσσαλονικείς, ε΄:19-22).  Σαφώς κάθε αποκάλυψη, προφητεία, διδασκαλία, εμπειρία για να γίνει αποδεκτή από την εκκλησία θα πρέπει να συμφωνεί με το ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε να μη σβήσουμε το Πνεύμα, γιατί τότε  αντί να λειτουργούν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις συναθροίσεις της  εκκλησίας θα επιδοθούμε σε τυπικά θεάματα και ακούσματα που ευχαριστούν προσωρινά την όραση και την ακοή μας, αλλά δεν βοηθούν ουσιαστικά στην πνευματική οικοδομή μας. Σαν τελικό συμπέρασμα αναφέρουμε την προτροπή του αποστόλου Παύλου: ‘Ώστε, αδελφοί, ζητείτε μετά ζήλου το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσας μη εμποδίζετε  πάντα ας γίνωνται ευσχημόνως και κατά τάξιν’ (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:39-40). Αμήν.

 
Περισσότερα Άρθρα...

Εγώ είμαι το Α και το Ω, αρχή και τέλος, λέγει ο Κύριος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ. (Αποκάλυψις Ιωάννου α' 08)

Χριστιανισμός Live

Δημοσκόπηση

Τί πιστεύετε ότι ήταν ο Ιησούς Χριστός;
 
mod_vvisit_counterΣήμερα273
mod_vvisit_counterΕχτές1468
mod_vvisit_counterΑυτή την βδομάδα3222
mod_vvisit_counterΤην προηγούμενη εβδομάδα20353
mod_vvisit_counterΑυτό τον μήνα38021
mod_vvisit_counterΤον προηγούμενο μήνα84277
mod_vvisit_counterΟλές τις ημέρες3280906

We have: 25 guests online
Η IP: 18.118.7.85
 , 
Σήμερα : Απρ 16, 2024