«Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους∙ καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάννης, ιγ΄:34-35). Το συγκεκριμένο εδάφιο ο Κύριος το είπε κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, αφού έφυγε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης για να τον προδώσει. Στη συνέχεια αυτών των λόγων, βλέπουμε τον Κύριο να ενημερώνει τους υπόλοιπους μαθητές του σχετικά με τα γεγονότα που πρόκειται να επακολουθήσουν, να τους δίνει οδηγίες πώς να τα αντιμετωπίσουν και να τους αναλύει βασικά θέματα πίστεως που διευκρινίζουν ποια είναι η σωστή σχέση των πιστών μαζί Του όπως και με τον Πατέρα και με το Άγιο Πνεύμα. Αναφέρουμε περιληπτικά κάποια από αυτά τα λόγια του Κυρίου:"‘Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού. Εάν εγνωρίζετε εμέ, και τον Πατέρα μου ηθέλετε γνωρίσει.’,…. ‘Αληθώς, αληθώς σας λέγω, όστις πιστεύει εις εμέ, τα έργα τα οποία κάμνω και εκείνος θέλει κάμει, και μεγαλήτερα τούτων θέλει κάμει, διότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου’, ….‘Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε. Και εγώ θέλω παρακαλέσει τον Πατέρα, και θέλει σας δώσει άλλον Παράκλητον, διά να μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, το οποίον ο κόσμος δεν δύναται να λάβη, διότι δεν βλέπει αυτό ουδέ γνωρίζει αυτό σεις όμως γνωρίζετε αυτό, διότι μένει μεθ' υμών και εν υμίν θέλει είσθαι’…. ‘Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν.’… Εάν τας εντολάς μου φυλάξητε, θέλετε μείνει εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Πατρός μου και μένω εν τη αγάπη αυτού. Ταύτα ελάλησα προς εσάς διά να μείνη εν υμίν η χαρά μου και η χαρά υμών να ήναι πλήρης. Αύτη είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς σας ηγάπησα. ( Ιωάννης ιδ΄: 6,7,12,15-17, ιε΄: 5,10-12) Δηλαδή ο Κύριος εξηγεί στους τότε αλλά και στους σημερινούς μαθητές Του, ότι για να φέρουνε καρπό αγάπης και αγιασμού πρέπει να είναι ενωμένοι μαζί Του, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι τα λόγια Του έχουν κυρίαρχη θέση μέσα στην καρδιά τους. Βέβαια για να συμβεί λέμε, βάζοντας έτσι τα πράγματα στη σειρά τους, ότι πρώτα πρέπει κάθε άνθρωπος να ελευθερωθεί από τη δουλεία του κοσμικού φρονήματος και να γίνει μαθητής του Κυρίου. Αυτό συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, όταν μετανοήσει και πιστέψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που έχυσε το άγιο αίμα Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά για να τον καθαρίσει από τις αμαρτίες του και αναστήθηκε για να τον δικαιώσει. Αυτή η πίστη έχει σαν αποτέλεσμα ο Πατέρας Θεός να αναγεννήσει πνευματικά τον πιστό άνθρωπο και να τον ονομάζει παιδί Του (Ιωάννης, α΄: 12,13). Από κει και πέρα αρχίζει ο πνευματικός αγώνας του αναγεννημένου πιστού να μαθητεύσει και εφαρμόσει το θέλημα του Θεού στη ζωή Του, έτσι ώστε να μορφωθεί ο χαρακτήρας του Ιησού Χριστού στον εσωτερικό του άνθρωπο και το σώμα του να γίνει ευάρεστο κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Συνεπώς η εκκλησία του Ιησού Χριστού αποτελείται από όλους τους πρώην αμαρτωλούς αλλά τώρα αναγεννημένους χριστιανούς που σαν παιδιά Θεού, ονομάζονται εν Χριστώ αδελφοί. Η πνευματικά αύξηση κάθε χριστιανού φανερώνεται από την αγάπη του στους αδελφούς του. Λεπτομερή αναφορά κάνει ο απόστολος Ιωάννης, όταν γράφει: « Όστις λέγει, ότι είναι εν τω φωτί, και μισεί τον αδελφόν αυτού, εν τω σκότει είναι έως τώρα. Όστις αγαπά τον αδελφόν αυτού, εν τω φωτί μένει, και σκάνδαλον εν αυτώ δεν είναι. Όστις όμως μισεί τον αδελφόν αυτού, εν τω σκότει είναι, και εν τω σκότει περιπατεί, και δεν εξεύρει που υπάγει, διότι το σκότος ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α’ Ιωάννου, β΄: 9-11). Ο αδερφός μας ο Ιωάννης θέλει να τονίσει ότι το να μισεί κάποιος τον αδερφό του, δηλαδή αυτόν τον οποίον αναγέννησε ο Κύριος, άρα είναι και αυτός μέλος της εκκλησίας Του, φανερώνει ότι δεν βρίσκεται στο φως, δηλαδή στον Χριστό, αλλά στο σκοτάδι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να δει ποιο είναι το σωστό ενώπιον του Θεού. Συνεπώς δεν πρέπει να καυχάται κάποιος ότι έχει γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και έχει αναγεννηθεί και παράλληλα να μισεί τον αδερφό του. Καλό είναι ο άνθρωπος να έχει επίγνωση της αληθινής κατάστασής του και να μη απατά τον εαυτό του. Αν αγαπάει κάποιος τον αδερφό του θα δείξει σπλάχνα: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάχνα αυτού απ’αυτού, πως η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;» (Α΄ Ιωάννου, γ΄:17). Δηλαδή όταν ο αδερφός τον χρειάζεται και αυτός δεν τον βοηθήσει, αυτό αποδεικνύει ότι δεν έχει μέσα του την αγάπη του Θεού, άρα ο άνθρωπος αυτός δεν περπατάει καλά στην πνευματική του ζωή. Η αγάπη προς αλλήλους ή αλλιώς η φιλαδελφία είναι μια υψηλή βαθμίδα που αγωνίζεται να φθάσει ο κάθε ειλικρινής χριστιανός. Αυτό μας το πληροφορεί ο απόστολος Πέτρος: « Και δι’αυτό δε τούτο, καταβαλόντες πάσαν σπουδήν, προσθέσατε εις την πίστην σας την αρετήν, εις δε την αρετήν την γνώσιν, εις δε την γνώσιν την εγκράτειαν, εις δε την εγκράτειαν την υπομονήν, εις δε την την υπομονήν την ευσέβειαν, εις δε την ευσέβειαν την φιλαδελφίαν, εις δε την φιλαδελφίαν την αγάπην. Διότι, εάν ταύτα υπάρχωσιν εις εσάς και περισσεύωσι, σας καθιστώσιν ουχί αργούς ουδέ ακάρπους εις την επίγνωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»( Β΄ Πέτρου, α΄:5-8). Ο απόστολος Πέτρος μας λέει να προσθέσουμε ένα-ένα τα παραπάνω, δηλαδή υπάρχει ένας προσωπικός αγώνας για να φτάσουμε στην φιλαδελφία και στη συνέχεια στην ακόμα υψηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στην αγάπη σε όλους, ακόμα και προς τους εχθρούς. Βέβαια, όπως προαναφέραμε για να εφαρμόσει ο αναγεννημένος χριστιανός το ‘αγαπάτε αλλήλους’, όπως και όλες τις εντολές του Κυρίου, πρέπει να έχει συνεχή κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό επιτυγχάνεται εκ μέρους του πιστού, δια της προσευχής, με την ένθερμη και συνεχή εκζήτηση του θελήματος του Θεού και της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του καθώς και με τη συναναστροφή του με τους αναγεννημένους ανθρώπους του Θεού, μέσω της οποίας φανερώνεται η πρόοδος κάθε πιστού στην φιλαδελφία και γενικά στην εκτέλεση του ‘αγαπάτε αλλήλους’. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος, δια Πνεύματος Αγίου μας συμβουλεύει : «Καθαρίσαντες λοιπόν τας ψυχάς σας με την υπακοήν της αληθείας δια του Πνεύματος, προς φιλαδελφίαν ανυπόκριτον, αγαπήσατε ενθέρμως αλλήλους εκ καθαράς καρδίας∙ επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, δια του λόγου του Θεού του ζώντος και μένουντος εις τον αιώνα»(Α΄ Πέτρου, α΄: 22-23). Τώρα, για να διακρίνει κάποιος αν έχει γνήσια αγάπη προς τους αδερφούς του, ο απόστολος Παύλος γράφει δια Πνεύματος Αγίου, στην Α΄ Κορινθίους επιστολή και 13ο κεφάλαιο, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειλικρινούς αγάπης: «…Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί∙ η αγάπη δεν φθονεί∙ η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν∙ δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν. Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…» (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄: 4-7). Έτσι, σύμφωνα με αυτά τα εδάφια, εφόσον λέω ότι έχω αγάπη, θα μακροθυμήσω, θα δείξω αμνησικακία και θα συγχωρήσω τον αδελφό μου αν σε κάτι με έβλαψε. Θα είμαι αγαθοποιός, δηλαδή θα προνοώ και θα κάνω καλά έργα ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Φυσικά, δεν θα φθονήσω όταν βλέπω να ευλογείται ο αδερφός μου, πνευματικά ή υλικά, αλλά θα χαίρομαι σε αυτό. Η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δηλαδή δεν πρέπει να μιλάω άσχημα και να δείξω κακή διαγωγή στον άλλον. Ως χριστιανός, δεν είναι σωστό να επαίρομαι, δηλαδή να υπερηφανεύομαι έναντι των άλλων, αλλά να κρατάω ταπεινό φρόνημα. Ούτε να ασχημονώ και να σκέπτομαι το κακό, αλλά να μεριμνώ για την πνευματική οικοδομή και των άλλων. Ο χριστιανός με γνήσια αγάπη, δεν τα ζητάει όλα δικά του, αλλά ούτε πάνω απ’ όλα βάζει το δικό του θέλημα, αλλά αγωνίζεται συνεχώς να απαρνηθεί τον εαυτό του και να σηκώνει κάθε μέρα τον σταυρό του, βάζοντας πάνω από το δικό του θέλημα, το θέλημα του Κυρίου. Ο καθένας μας βέβαια πέφτει πολλές φορές, αλλά πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να σηκώνεται και να συνεχίζει να προχωρά στην τεθλιμμένη οδό του Κυρίου. Μπορεί να οργιζόμαστε προς στιγμή με τον αδελφό μας, όμως δεν πρέπει να αμαρτάνουμε, δηλαδή να μη κρατάμε την οργή μας, αλλά ‘ο ήλιος να μη δύει στον παροργισμό μας’ (Εφεσίους δ΄:26). Ούτε κατά διάνοια, ο άνθρωπος του Θεού να διαλογίζεται με κακία, ούτε ακόμα για τους εχθρούς του και παράλληλα με αυτό εννοείται ότι δεν χαίρεται στην αδικία των συνανθρώπων του αλλά συγχαίρει στην αλήθεια και στην ευλογία που χαρίζει ο Κύριος στα παιδιά Του. Το δυσκολότερο που αποτελεί τον τελικό σκοπό της αγάπης του χριστιανού, είναι η εφαρμογή του ‘πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει και πάντα υπομένει’, στα πλαίσια βέβαια της σωστά εννοούμενης αγάπης του Χριστού, σύμφωνα με το γεγραμμένο, ‘ αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι’(Α΄ Ιωάννου, ε΄:3). Αμήν!
|
|
|