«Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους∙ καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάννης, ιγ΄:34-35).
Το συγκεκριμένο εδάφιο ο Κύριος το είπε κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, αφού έφυγε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης για να τον προδώσει. Στη συνέχεια αυτών των λόγων, βλέπουμε τον Κύριο να ενημερώνει τους υπόλοιπους μαθητές του σχετικά με τα γεγονότα που πρόκειται να επακολουθήσουν, να τους δίνει οδηγίες πώς να τα αντιμετωπίσουν και να τους αναλύει βασικά θέματα πίστεως που διευκρινίζουν ποια είναι η σωστή σχέση των πιστών μαζί Του όπως και με τον Πατέρα και με το Άγιο Πνεύμα.
Αναφέρουμε περιληπτικά κάποια από αυτά τα λόγια του Κυρίου:"‘Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι' εμού. Εάν εγνωρίζετε εμέ, και τον Πατέρα μου ηθέλετε γνωρίσει.’,…. ‘Αληθώς, αληθώς σας λέγω, όστις πιστεύει εις εμέ, τα έργα τα οποία κάμνω και εκείνος θέλει κάμει, και μεγαλήτερα τούτων θέλει κάμει, διότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου’, ….‘Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε. Και εγώ θέλω παρακαλέσει τον Πατέρα, και θέλει σας δώσει άλλον Παράκλητον, διά να μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, το οποίον ο κόσμος δεν δύναται να λάβη, διότι δεν βλέπει αυτό ουδέ γνωρίζει αυτό σεις όμως γνωρίζετε αυτό, διότι μένει μεθ' υμών και εν υμίν θέλει είσθαι’…. ‘Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν.’… Εάν τας εντολάς μου φυλάξητε, θέλετε μείνει εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Πατρός μου και μένω εν τη αγάπη αυτού. Ταύτα ελάλησα προς εσάς διά να μείνη εν υμίν η χαρά μου και η χαρά υμών να ήναι πλήρης. Αύτη είναι η εντολή μου, να αγαπάτε αλλήλους, καθώς σας ηγάπησα. ( Ιωάννης ιδ΄: 6,7,12,15-17, ιε΄: 5,10-12)
Δηλαδή ο Κύριος εξηγεί στους τότε αλλά και στους σημερινούς μαθητές Του, ότι για να φέρουνε καρπό αγάπης και αγιασμού πρέπει να είναι ενωμένοι μαζί Του, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι τα λόγια Του έχουν κυρίαρχη θέση μέσα στην καρδιά τους.
Βέβαια για να συμβεί λέμε, βάζοντας έτσι τα πράγματα στη σειρά τους, ότι πρώτα πρέπει κάθε άνθρωπος να ελευθερωθεί από τη δουλεία του κοσμικού φρονήματος και να γίνει μαθητής του Κυρίου. Αυτό συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, όταν μετανοήσει και πιστέψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που έχυσε το άγιο αίμα Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά για να τον καθαρίσει από τις αμαρτίες του και αναστήθηκε για να τον δικαιώσει. Αυτή η πίστη έχει σαν αποτέλεσμα ο Πατέρας Θεός να αναγεννήσει πνευματικά τον πιστό άνθρωπο και να τον ονομάζει παιδί Του (Ιωάννης, α΄: 12,13). Από κει και πέρα αρχίζει ο πνευματικός αγώνας του αναγεννημένου πιστού να μαθητεύσει και εφαρμόσει το θέλημα του Θεού στη ζωή Του, έτσι ώστε να μορφωθεί ο χαρακτήρας του Ιησού Χριστού στον εσωτερικό του άνθρωπο και το σώμα του να γίνει ευάρεστο κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού.
Συνεπώς η εκκλησία του Ιησού Χριστού αποτελείται από όλους τους πρώην αμαρτωλούς αλλά τώρα αναγεννημένους χριστιανούς που σαν παιδιά Θεού, ονομάζονται εν Χριστώ αδελφοί. Η πνευματικά αύξηση κάθε χριστιανού φανερώνεται από την αγάπη του στους αδελφούς του. Λεπτομερή αναφορά κάνει ο απόστολος Ιωάννης, όταν γράφει: « Όστις λέγει, ότι είναι εν τω φωτί, και μισεί τον αδελφόν αυτού, εν τω σκότει είναι έως τώρα. Όστις αγαπά τον αδελφόν αυτού, εν τω φωτί μένει, και σκάνδαλον εν αυτώ δεν είναι. Όστις όμως μισεί τον αδελφόν αυτού, εν τω σκότει είναι, και εν τω σκότει περιπατεί, και δεν εξεύρει που υπάγει, διότι το σκότος ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α’ Ιωάννου, β΄: 9-11).
Ο αδερφός μας ο Ιωάννης θέλει να τονίσει ότι το να μισεί κάποιος τον αδερφό του, δηλαδή αυτόν τον οποίον αναγέννησε ο Κύριος, άρα είναι και αυτός μέλος της εκκλησίας Του, φανερώνει ότι δεν βρίσκεται στο φως, δηλαδή στον Χριστό, αλλά στο σκοτάδι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να δει ποιο είναι το σωστό ενώπιον του Θεού. Συνεπώς δεν πρέπει να καυχάται κάποιος ότι έχει γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και έχει αναγεννηθεί και παράλληλα να μισεί τον αδερφό του. Καλό είναι ο άνθρωπος να έχει επίγνωση της αληθινής κατάστασής του και να μη απατά τον εαυτό του. Αν αγαπάει κάποιος τον αδερφό του θα δείξει σπλάχνα: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάχνα αυτού απ’αυτού, πως η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;» (Α΄ Ιωάννου, γ΄:17). Δηλαδή όταν ο αδερφός τον χρειάζεται και αυτός δεν τον βοηθήσει, αυτό αποδεικνύει ότι δεν έχει μέσα του την αγάπη του Θεού, άρα ο άνθρωπος αυτός δεν περπατάει καλά στην πνευματική του ζωή.
Η αγάπη προς αλλήλους ή αλλιώς η φιλαδελφία είναι μια υψηλή βαθμίδα που αγωνίζεται να φθάσει ο κάθε ειλικρινής χριστιανός. Αυτό μας το πληροφορεί ο απόστολος Πέτρος: « Και δι’αυτό δε τούτο, καταβαλόντες πάσαν σπουδήν, προσθέσατε εις την πίστην σας την αρετήν, εις δε την αρετήν την γνώσιν, εις δε την γνώσιν την εγκράτειαν, εις δε την εγκράτειαν την υπομονήν, εις δε την την υπομονήν την ευσέβειαν, εις δε την ευσέβειαν την φιλαδελφίαν, εις δε την φιλαδελφίαν την αγάπην. Διότι, εάν ταύτα υπάρχωσιν εις εσάς και περισσεύωσι, σας καθιστώσιν ουχί αργούς ουδέ ακάρπους εις την επίγνωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»( Β΄ Πέτρου, α΄:5-8). Ο απόστολος Πέτρος μας λέει να προσθέσουμε ένα-ένα τα παραπάνω, δηλαδή υπάρχει ένας προσωπικός αγώνας για να φτάσουμε στην φιλαδελφία και στη συνέχεια στην ακόμα υψηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στην αγάπη σε όλους, ακόμα και προς τους εχθρούς.
Βέβαια, όπως προαναφέραμε για να εφαρμόσει ο αναγεννημένος χριστιανός το ‘αγαπάτε αλλήλους’, όπως και όλες τις εντολές του Κυρίου, πρέπει να έχει συνεχή κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό επιτυγχάνεται εκ μέρους του πιστού, δια της προσευχής, με την ένθερμη και συνεχή εκζήτηση του θελήματος του Θεού και της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του καθώς και με τη συναναστροφή του με τους αναγεννημένους ανθρώπους του Θεού, μέσω της οποίας φανερώνεται η πρόοδος κάθε πιστού στην φιλαδελφία και γενικά στην εκτέλεση του ‘αγαπάτε αλλήλους’.
Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος, δια Πνεύματος Αγίου μας συμβουλεύει : «Καθαρίσαντες λοιπόν τας ψυχάς σας με την υπακοήν της αληθείας δια του Πνεύματος, προς φιλαδελφίαν ανυπόκριτον, αγαπήσατε ενθέρμως αλλήλους εκ καθαράς καρδίας∙ επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, δια του λόγου του Θεού του ζώντος και μένουντος εις τον αιώνα»(Α΄ Πέτρου, α΄: 22-23).
Τώρα, για να διακρίνει κάποιος αν έχει γνήσια αγάπη προς τους αδερφούς του, ο απόστολος Παύλος γράφει δια Πνεύματος Αγίου, στην Α΄ Κορινθίους επιστολή και 13ο κεφάλαιο, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειλικρινούς αγάπης: «…Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί∙ η αγάπη δεν φθονεί∙ η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν∙ δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν. Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…» (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄: 4-7).
Έτσι, σύμφωνα με αυτά τα εδάφια, εφόσον λέω ότι έχω αγάπη, θα μακροθυμήσω, θα δείξω αμνησικακία και θα συγχωρήσω τον αδελφό μου αν σε κάτι με έβλαψε. Θα είμαι αγαθοποιός, δηλαδή θα προνοώ και θα κάνω καλά έργα ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Φυσικά, δεν θα φθονήσω όταν βλέπω να ευλογείται ο αδερφός μου, πνευματικά ή υλικά, αλλά θα χαίρομαι σε αυτό. Η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δηλαδή δεν πρέπει να μιλάω άσχημα και να δείξω κακή διαγωγή στον άλλον. Ως χριστιανός, δεν είναι σωστό να επαίρομαι, δηλαδή να υπερηφανεύομαι έναντι των άλλων, αλλά να κρατάω ταπεινό φρόνημα. Ούτε να ασχημονώ και να σκέπτομαι το κακό, αλλά να μεριμνώ για την πνευματική οικοδομή και των άλλων. Ο χριστιανός με γνήσια αγάπη, δεν τα ζητάει όλα δικά του, αλλά ούτε πάνω απ’ όλα βάζει το δικό του θέλημα, αλλά αγωνίζεται συνεχώς να απαρνηθεί τον εαυτό του και να σηκώνει κάθε μέρα τον σταυρό του, βάζοντας πάνω από το δικό του θέλημα, το θέλημα του Κυρίου. Ο καθένας μας βέβαια πέφτει πολλές φορές, αλλά πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να σηκώνεται και να συνεχίζει να προχωρά στην τεθλιμμένη οδό του Κυρίου. Μπορεί να οργιζόμαστε προς στιγμή με τον αδελφό μας, όμως δεν πρέπει να αμαρτάνουμε, δηλαδή να μη κρατάμε την οργή μας, αλλά ‘ο ήλιος να μη δύει στον παροργισμό μας’ (Εφεσίους δ΄:26). Ούτε κατά διάνοια, ο άνθρωπος του Θεού να διαλογίζεται με κακία, ούτε ακόμα για τους εχθρούς του και παράλληλα με αυτό εννοείται ότι δεν χαίρεται στην αδικία των συνανθρώπων του αλλά συγχαίρει στην αλήθεια και στην ευλογία που χαρίζει ο Κύριος στα παιδιά Του.
Το δυσκολότερο που αποτελεί τον τελικό σκοπό της αγάπης του χριστιανού, είναι η εφαρμογή του ‘πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει και πάντα υπομένει’, στα πλαίσια βέβαια της σωστά εννοούμενης αγάπης του Χριστού, σύμφωνα με το γεγραμμένο, ‘ αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι’(Α΄ Ιωάννου, ε΄:3). Αμήν!
«Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχαίς» (Πράξεις, β΄:42).
Το συγκεκριμένο εδάφιο των Πράξεων των Αποστόλων μας φανερώνει τα τέσσερα βασικά στοιχεία που αποδεικνύουν το σωστό πνευματικό περπάτημα του χριστιανού, μέσα στην εκκλησία του Ιησού Χριστού. Άμεση συνέπεια αυτού του πνευματικού περπατήματος, ήταν η πρώτη εκκλησία, στη μεγάλη της πλειοψηφία, να ζει σε μια κατάσταση αγιασμού, γεγονός που αποδεικνύεται από την αγάπη που είχαν οι πρώτοι χριστιανοί μεταξύ τους, καθώς όπως μας λέει ο Λόγος, η καρδιά και η ψυχή όλων των πιστών ήταν μια και κανένας δεν έλεγε ότι οτιδήποτε από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του αλλά είχαν τα πάντα κοινά (Πράξεις, δ΄:32).
Ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός μετά την ανάστασή Του, έδωκε δια Πνεύματος Αγίου εντολές στους αποστόλους τους οποίους εξέλεξε. Το Άγιο Πνεύμα είναι το Τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ή όπως αλλιώς λέγεται ο άλλος Παράκλητος, τον οποίο εξαπέστειλε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, την ημέρα της Πεντηκοστής σε 120 πιστούς, που περίμεναν προσευχόμενοι. Την ημέρα της Πεντηκοστής, καθώς ενημερωνόμαστε στο 2ο κεφάλαιο των Πράξεων των αποστόλων, μετά τη βάπτιση των 120 πιστών με Άγιο Πνεύμα, κάποιοι παρόντες μάρτυρες του συμβάντος είπαν ότι οι λαλούντες σε ξένες γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού ήταν μεθυσμένοι από γλυκό κρασί και γενικά ειρωνεύθηκαν αυτό το θαυμαστό γεγονός.
Όταν ο απόστολος Πέτρος σηκώθηκε και μίλησε για αυτό που οι παρευρισκόμενοι έβλεπαν και άκουαν, χρησιμοποίησε το Λόγο του Θεού και είπε ότι αυτό που συνέβη ήταν προφητευμένο μέσα στο βιβλίο του προφήτη Ιωήλ “Και εν ταις εσχάταις ημέραις , λέγει ο Θεός, θέλω εκχέει από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα∙ και θέλουσι προφητεύσει οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας, και οι νεανίσκοι σας θέλουσιν ιδεί οράσεις, και οι πρεσβύτεροί σας θέλουσιν ενυπνιασθή ενύπνια∙ και έτι επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις θέλω εκχέει από του πνεύματός μου, και θέλουσι προφητεύσει∙ και θέλω δείξει τέρατα εν τω ουρανώ άνω, και σημεία επί της γης κάτω, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού∙ ο ήλιος θέλει μεταστραφή εις σκότος, και η σελήνη εις αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και επιφανής. Και πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θέλει σωθή”(Πράξεις, β΄:17-21). Στη συνέχεια των λόγων του, τους μίλησε για τον Ιησού Χριστό, για το έργο, τον θάνατο και την ανάστασή Του, αναφέροντας και ερμηνεύοντας επί πλέον, την προφητεία του Δαβίδ που μιλάει για την ανάσταση του Κυρίου (Ψαλμός ις΄: 10).
Μάλιστα ο λόγος του Πέτρου ήταν τέτοιος, ώστε στο τέλος ήρθε σε κατάνυξη η καρδιά πολλών, πιθανώς και εκείνων που αρχικά ειρωνεύθηκαν, με αποτέλεσμα να ρωτήσουν τους αποστόλους τι έπρεπε να κάνουν. Φυσικά, ο Πέτρος απάντησε σύμφωνα με τα λόγια που ο Κύριος Ιησούς είχε πει στους μαθητές: «Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και θέλετε λάβει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Διότι προς εσάς είναι η επαγγελία και προς τα τέκνα σας και προς πάντας τους εις μακράν, όσους αν προσκαλέση Κύριος ο Θεός ημών» (Πράξεις β΄: 38,39). Τελικά βαπτίστηκαν στο νερό και προστέθηκαν τρεις χιλιάδες άνθρωποι στην εκκλησία.
Πολύ σημαντικό έργο πίστεως είναι συνεπώς το βάπτισμα στο νερό, μέσω του οποίου «θάβεται» ο παλιός άνθρωπος του αναγεννημένου χριστιανού και ολοκληρώνεται η σωτηρία σύμφωνα με τα γεγραμμένα: «όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή» (Μάρκος, ις΄:16) και «…το βάπτισμα, σώζει και ημάς την σήμερον, ουχί αποβολή της ακαθαρσίας της σαρκός, αλλά μαρτυρία της αγαθής συνειδήσεως εις Θεόν, διά της αναστάσεως του Ιησού Χριστού» (Α΄ Πέτρου γ΄: 21).
Βέβαια από κει και πέρα αρχίζει ο αγώνας κάθε πιστού να εργαστείι την σωτηρία του, υπομένοντας την παιδεία του Κυρίου έως τέλους. Ο απόστολος Πέτρος όταν κήρυξε την ημέρα της Πεντηκοστής, στο πλήθος που είχε συρρεύσει, μόλις είχε βαπτιστεί με Άγιο Πνεύμα, οπότε ο λαληθείς λόγος απ’ αυτόν ήταν δια Πνεύματος Αγίου. Αυτό αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα, αφού ο λόγος που λάλησε ο Πέτρος, έλεγξε, έφερε σε μετάνοια, καθώς επίσης έφερε και προθυμία στους ανθρώπους να κάνουν το θέλημα του Θεού.
Έχει μεγάλη σημασία συνεπώς, ο λόγος που λαλεί ένας εργάτης του Κυρίου να είναι δια Πνεύματος Αγίου, για να έχει απήχηση στις καρδιές των ανθρώπων. Οπότε αυτός που θα μεταχειριστεί ο Κύριος να μιλήσει, ‘ας λαλή ως λαλών λόγια Θεού’(Α΄ Πέτρου δ΄: 11) και επί πλέον ο λόγος του και το κήρυγμά του να μη γίνονται με καταπειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη Πνεύματος Αγίου και δυνάμεως Θεού, έτσι ώστε η πίστη που θα οικοδομήσουν αυτά τα λόγια στις καρδιές των ανθρώπων που θα τα ακούσουν, να στηρίζεται όχι στη σοφία των ανθρώπων αλλά στη δύναμη του Θεού (Α΄ Κορινθίους β΄: 4,5 ).
Οι μαθητές του Κυρίου μαθήτευσαν κοντά Του για 3,5 χρόνια, είδαν τα θαύματά Του, γεύτηκαν την αγάπη και το έλεος Του, έγιναν μάρτυρες της σταυρικής θυσίας και της ανάστασής Του. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός τους καθάρισε με το Λόγο Του και με το άγιο αίμα Του. Ο πατέρας Θεός τους αναγέννησε σε ζωντανή ελπίδα δια της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού (Α΄ Πέτρου β΄: 4). Στη συνέχεια αφού βαπτίστηκαν με το Άγιο Πνεύμα απεστάλησαν από τον Κύριο να κηρύξουν το Ευαγγέλιό Του σε όλο τον κόσμο.
Το αποστολικό έργο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Κύριος είπε στον απόστολο Πέτρο: ‘Και εγώ δε σοι λέγω ότι συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής’(Ματθαίος ις΄:18) Επίσης είπε στους μαθητές Του:‘Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη, και τότε θέλει ελθεί το τέλος.’(Ματθαίος κδ΄:14).
Έτσι και σήμερα ο Ιησούς Χριστός θέτει αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους για την οικοδομή της εκκλησίας (Εφεσίους δ΄:11). Βέβαια και σήμερα υπάρχουν πολλοί ψευδαπόστολοι, ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδάσκαλοι εξ αιτίας των οποίων η οδός της αλήθειας βλασφημείται. Οι γνήσιοι εργάτες του Κυρίου έχουν το ίδιο περπάτημα και τον ίδιο καρπό με τους πρώτους αποστόλους. Η διδαχή των αποστόλων παραμένει και σήμερα η ίδια και βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη. Γι’ αυτό το λόγο, ο επίσκοπος ή πρεσβύτερος που υπηρετει κάποια εκκλησία του Κυρίου, πρέπει να είναι ‘προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας, διά να ήναι δυνατός και να προτρέπη διά της υγιαινούσης διδασκαλίας και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας' ( Τίτον α΄: 9). Αυτό διότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί κάποια εντολή του Θεού να μην τους αρέσει, ή να τους φαίνεται αυστηρή, ή ακόμα και να τους σκανδαλίζει. Όπως αναφέρεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη στο έκτο κεφάλαιο, όταν ο Κύριος είπε στους μαθητές ότι έπρεπε να «φάνε» το σώμα Του και να «πιούν» το αίμα Του ώστε να έχουνε ζωή αιώνια, σε κάποιους μαθητές ακούστηκε σκληρός ο λόγος, σκανδαλίστηκαν και έφυγαν από προσώπου του Κυρίου και δυστυχώς στράφηκαν προς τα πίσω και δεν ήταν πλέον με τον Κύριο.
Αν κάποια εντολή που είναι Λόγος Κυρίου, μας φαίνεται σκληρή ή δυσνόητη ας ρωτήσουμε τον Κύριο και αυτούς που ο Κύριος έθεσε μέσα στην εκκλησία Του, για το έργο αυτό της διακονίας. Αυτοί οι πρώην μαθητές, αν ρωτούσαν τον Κύριο και περίμεναν, θα εννοούσαν ότι με αυτά τα λόγια ο Κύριος αναφερόταν στην σταυρική Του θυσία που θα ακολουθούσε και την Θεία κοινωνία (κλάση του άρτου) που ο ίδιος καθιέρωσε να τελούν οι πιστοί σε ανάμνηση της θυσίας Του. Ο Λόγος του Θεού δεν μας υπόσχεται ζωή χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά μέσα από αυτές, μένοντας στις εντολές του Κυρίου, θα δούμε τη δύναμη του Θεού στη ζωή μας. Αμήν!
|
«Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού∙ και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή»(Ματθαίος, ς΄:33).
Αυτό το εδάφιο που βρίσκουμε στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, είναι από τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στην επί του όρους ομιλία. Ο Κύριος στο συγκεκριμένο χωρίο, μιλά για μια προτεραιότητα που πρέπει να έχει ο καθένας που έχει γνωρίσει τον Θεό. Στα προηγούμενα από το συγκεκριμένο εδάφια, ο Κύριος αναφέρεται σχετικά με τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου για τροφή και ένδυση και συγκεκριμένα λέει: «Διά τούτο σας λέγω, Μη μεριμνάτε περί της ζωής σας, τι να φάγητε και τι να πίητε∙ μηδέ περί του σώματός σας, τι να ενδυθήτε. Δεν είναι η ζωή τιμιώτερον της τροφής, και το σώμα του ενδύματος; Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι δεν σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τρέφει αυτά∙ σεις δεν είσθαι πολύ ανώτεροι αυτών;» (Ματθαίος, ς΄: 25-26). Ο Κύριος Ιησούς, θέλει να τονίσει ότι κάθε άνθρωπος που επικαλείται τον Θεό Πατέρα, δεν πρέπει να ανησυχεί και να έχει συνέχεια στο νου του τι να φάει, τι να πιεί και ποιά ρούχα πρέπει να φορέσει, διότι οι μέριμνες αυτές και οι ανησυχίες που προκαλούν, μπορεί να μας απομακρύνουν από τον Θεό και κατά συνέπεια από τον βασικό στόχο κάθε πιστού, που είναι να γίνει μέτοχος της βασιλείας των ουρανών. Ο Πατέρας ο Ουράνιος γνωρίζει τι έχουμε ανάγκη πριν ακόμα του το ζητήσουμε (Ματθαίος, ς΄:8) γι’ αυτό αναφέρει ο Κύριος στη συνέχεια ένα παράδειγμα που αποδεικνύει την πρόνοια και σοφία του Θεού: «Και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Παρατηρήσατε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνουσι∙ δεν κοπιάζουσιν, ουδέ κλώθουσι. Σας λέγω όμως ότι ουδέ ο Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού ενεδύθη ως εν τούτων» (Ματθαίος, ς΄:28-29).
Ο Κύριος, προσπαθεί να μεταδώσει ένα μήνυμα πίστης και εμπιστοσύνης σ’ Αυτόν, διότι όσοι γνώρισαν τον Θεό θα πρέπει να μην έχουν συνέχεια τη σκέψη τους στα γήινα αλλά πρώτα στα επουράνια, διότι όπως ο Θεός “ενδύει το χόρτο του αγρού, έτσι θα ντύσει και εμάς” (Ματθαίος, ς΄:30). Εμείς, καλό και αναγκαίο είναι να μεριμνήσουμε πάνω από τα υλικά να ντυθούμε τα «πνευματικά ρούχα», όπως μας τα προτρέπει δια Πνεύματος Αγίου ο απόστολος Παύλος: «Ενδύθητε λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμών, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν∙ υποφέροντες αλλήλους, και συγχωρούντες εις αλλήλους, εάν τις έχη παράπονο κατά τινός∙ καθώς και ο Χριστός συνεχώρησεν εις εσάς, ούτω και σεις. Και εν πάσι τούτοις, ενδύθητε την αγάπην, ήτις είναι σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολοσσαείς, γ΄:12-14). Βέβαια όλα αυτά δεν αποκτώνται σε μια στιγμή, αλλά στη πορεία του ο χριστιανός, όσο ο Ιησούς Χριστός μορφώνεται μέσα στον εσωτερικό του άνθρωπο, αυξάνει ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, του οποίου στοιχεία είναι τα προαναφερθέντα πνευματικά ενδύματα. Διαδάζουμε σχετικά: ‘Ο δε καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια’ (Γαλάτας ε΄:22,23) Έτσι ο κάθε πιστός, διδάσκεται από τον Άγιο Λόγο του Θεού και μαθαίνει να προσεύχεται, να ζητάει συγχωρητικότητα, αγιασμό, Άγιο Πνεύμα, το οποίο μας βοηθάει πάρα πολύ σε αυτόν τον άνισο κατ’ εμάς αγώνα, διότι με τις δικές μας μόνο τις νοητικές και σωματικές δυνάμεις δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, μιας και είναι γραμμένο ‘Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν' (Ιωάννης ιδ΄: 13) και ‘θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το Άγιον Πνεύμα εφ' υμάς’ (Πράξεις α΄: 8)
Συνεπώς στις δυσκολίες που συναντάμε στο να εκτελέσουμε τις εντολές του Κυρίου, ο Κύριος έχει προνοήσει και έχει χαρίσει στους πιστεύοντας, το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ή όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός ονομάζει ‘το Πνεύμα της αληθείας’ ή ‘ο ‘άλλος παράκλητος’. Εκείνος δίνει, σ’ όποιον πιστό ταπεινά ζητά, νόηση να εννοεί τον Λόγο του Θεού, βρίσκοντας λύσεις και απαντήσεις σε θέματα που τον απασχολούν και δύναμη να τον εκτελεί, βοηθώντας τον έτσι να τερματίσει νικηφόρα τον πνευματικό του καλό αγώνα Έτσι λοιπόν, πρέπει να μαθαίνουμε από τον Λόγο του Θεού, να βάζουμε σε πρώτη θέση τα ουράνια από τα γήινα, ενώ είμαστε στο αρνητικό για μας κοσμικό περιβάλλον, χωρίς να έχουμε πνεύμα κατάκρισης ή υπεροψίας μέσα μας για τους συνανθρώπους μας και με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να απορρίπτουμε κάθε τι αμαρτωλό στοιχείο. (Ρωμαίους η΄: 13,14)
Βέβαια μπορεί κάποιος να ρωτήσει : Ναι μεν, να ζητήσουμε, αλλά πώς θα φθάσουμε να αποδεικνύεται μέσα από τη ζωή μας ότι ζητάμε πρώτα τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Θεού, όπως μας παραγγέλνει ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός και ότι το συγκεκριμένο εδάφιο έχει γίνει «κτήμα» μας και «τροφή» της ψυχής μας; Το πρώτο που θα μπορούσε έκαστος ημών να κάνει, είναι να κοιτάει τη ζωή του ίδιου του Ιησού μέσα από το Ευαγγέλιο. Μας ενημερώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο ευαγγέλιό του: «Και ο Ιησούς προέκοπτεν εις σοφίαν, και ηλικίαν, και χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκάς, β΄:52). Εδώ, ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς, είναι μικρός, αλλά το ρήμα προέκοπτεν είναι αυτό που πρέπει να προσέξουμε, δηλαδή ότι ο Ιησούς αυξανόταν πρώτα σε σοφία, της οποίας η αρχή είναι ‘ο φόβος του Κυρίου’ και γι’ αυτό αυξανόταν η χάρη που απολάμβανε από τον Πατέρα Θεό και από τους πιστούς ανθρώπους του περιβάλλοντός Του. Στα προηγούμενα εδάφια του ίδιου κεφαλαίου του Λουκά, διαβάζουμε ότι σε μια από τις καθιερωμένες επισκέψεις στην Ιερουσαλήμ, όταν ο Ιησούς ήταν δώδεκα χρονών, οι γονείς του τον έχασαν προς ώραν και όταν μετά από τρεις μέρες τον βρήκαν, τον ρώτησε η μητέρα Του γιατί τους φέρθηκε έτσι, ο ίδιος τους απάντησε πως πρέπει να είναι στα του Πατέρα Του (Λουκάς, β΄:45-49). Δηλαδή τους είπε ότι προτεραιότητα γι’ Αυτόν έχουν τα πράγματα του Θεού, χωρίς φυσικά να τους ειρωνεύεται, μιας και πάντοτε τους εκτιμούσε και ήταν υποτασσόμενος σ’ αυτούς. Όταν στη συνέχεια, σε ηλικία τριάντα ετών, ξεκίνησε δημόσια, το ευαγγελιστικό Του έργο, πρώτα βαπτίστηκε από τον Ιωάννη, όπου ενώ προσευχόταν κατέβηκε επάνω Του, το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς και ακούστηκε η φωνή του Πατέρα Θεού να δηλώνει την ευαρέσκειά Του σ’ Αυτόν. Στη συνέχεια όταν φέρθηκε από του Πνεύματος στην έρημο για να πειραστεί από τον διάβολο, ήταν σαράντα μέρες σε νηστεία και προσευχή. Όταν, ενώ ήταν πεινασμένος, ο διάβολος του είπε: ‘ Εάν ήσαι Υιός του Θεού, ειπέ να γείνωσιν άρτοι οι λίθοι ούτοι’, ο Κύριος, του απάντησε: ‘είναι γεγραμμένον ότι με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον Θεού’. Όμοια, λίγο πριν τη σταυρική Του θυσία, ο Κύριος προσευχόμενος, με τον ιδρώτα Του να κατεβαίνει στη γη σαν θρόμβοι αίματος, επέλεξε πάνω από το θέλημά Του, το θέλημα του Πατέρα Θεού. Έτσι και εμείς, προσευχόμενοι και μελετώντας τον Λόγο του Θεού, δια Πνεύματος Αγίου και δεχόμενοι την παιδεία που επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας, επιλέγουμε πρώτα τη βασιλεία και δικαιοσύνη του Θεού και ειδικότερα το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, το οποίο με μια λέξη είναι ο αγιασμός μας. Αμήν!
«Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού∙ επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα, Ιουδαιόν τε πρώτον και Έλληνα∙ διότι δι’ αυτού αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού εκ πίστεως εις πίστην, καθώς είναι γεγραμμένον“Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως”» (Ρωμαίους, α΄:16-17).
«Ούτος είναι όστις εν τη εκκλησία εν τη ερήμω εστάθη μετά του αγγέλου λαλούντος προς αυτόν εν τω όρει Σινά, και μετά των πατέρων ημών, και παρέλαβε λόγια ζωοποιά , δια να δώση εις ημάς» (Πράξεις, ζ΄:38).
Το εδάφιο που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, είναι από την ομιλία του Πρωτομάρτυρα Στέφανου, ο οποίος κατηγορούμενος από ανθρώπους ότι μιλούσε λόγια αναληθή και βλάσφημα για τον Μωυσή, απολογείται ενώπιον Πρεσβυτέρων του λαού και των γραμματέων, κάνοντας μια αναδρομή στην ιστορία του λαού Ισραήλ. Ο Στέφανος απολογήθηκε με σκοπό να τους μιλήσει για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ότι δια προφητειών του Μωυσή αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Ιησούς και απέδειξε στους ψευδολόγους και σε όλους που τον άκουαν ότι δεν δίδασκε κάτι αναληθές για τον Μωυσή. Στο τέλος της απολογίας του, όταν αφού τους έλεγξε για την σκληροκαρδία τους, ανάφερε την όραση όπου είδε τον Ιησού Χριστό ιστάμενο στα δεξιά του Θεού, αυτοί αντί να μετανοήσουν, τον έπιασαν και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό.
Τα 'ζωοποιά λόγια' που αναφέρει ο Στέφανος, είναι οι Δέκα Εντολές που παρέλαβε ο Μωυσής στο όρος Σινά, στην Αραβία, τις οποίες έπρεπε να εκτελέσει ο λαός Ισραήλ, όπως και όλο τον δοθέντα στη συνέχεια από το Θεό νόμο, έτσι ώστε να κερδίσει τη σωτηρία του. Στο καθεστώς της Παλαιάς Διαθήκης (οικονομία του νόμου), η Διαθήκη του Θεού στον άνθρωπο, σαν κληρονόμο της βασιλείας Του, είχε προϋπόθεση την τήρηση από τον άνθρωπο των εντολών του νόμου, όπως είχε πει ο Κύριος στον Μωυσή: «Θέλετε φυλάττει λοιπόν τα προστάγματά μου και τας κρίσεις μου· τα οποία κάμνων ο άνθρωπος, θέλει ζήσει δι' αυτών. Εγώ είμαι ο Κύριος.» (Λευιτικό, ιη΄:5).
Βέβαια κάθε ειλικρινής άνθρωπος θα συμφωνήσει με τον απόστολο Παύλο που διαπιστώνει: «Ευρίσκω λοιπόν τον νόμον τούτον ότι, ενώ εγώ θέλω να πράττω το καλόν, πάρεστιν εις εμέ το κακόν· διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον, βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας, τον όντα εν τοις μέλεσί μου.»(Ρωμαίους ζ:21-23).
Δηλαδή ο νόμος της αμαρτίας που κληρονόμησε κάθε άνθρωπος, μετά την παρακοή των πρωτοπλάστων στο θέλημα του Θεού, αιχμαλώτισε τον άνθρωπο έτσι ώστε παρ’ όλο που θέλει να εκτελέσει τον νόμο του Θεού, να μη μπορεί. Στο ερώτημα, γιατί ο Θεός έδωσε τον νόμο αφού ήξερε ότι άνθρωπος δεν μπορούσε να τον εκτελέσει, αναφέρουμε βάσει του λόγου του Θεού τα εξής: Χωρίς τον νόμο δεν μπορεί να καταλογιστεί παράβαση. Επί πλέον ο ίδιος ο νόμος του Θεού προέβλεπε για κάποιες αμαρτίες συγχώρεση μέσω των θυσιών κάποιων ζώων, οι οποίες βέβαια είχαν προσωρινή ισχύ, μιας και δεν μπορούσαν να επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή στη συνείδηση του ανθρώπου. Απλά προεικόνιζαν τη θυσία του Ιησού Χριστού.(Ρωμαίους ε΄:13, Εβραίους ι΄: 4)
Σήμερα βρισκόμαστε στο καθεστώς της Καινής Διαθήκης (οικονομία της χάριτος) σύμφωνα με το οποίο κληρονόμος της βασιλείας του Θεού είναι κάθε άνθρωπος που μετανοεί για τις αμαρτίες του και δέχεται τη θυσία του Ιησού Χριστού, σαν τον μόνο μέσο καθαρισμού των αμαρτιών του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Διαβάζουμε σχετικά στον Λόγο του Κυρίου:« Δεν είναι τώρα λοιπόν ουδεμία κατάκρισις εις τους εν Χριστώ, Ιησού, τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα. Διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού με ηλευθέρωσεν από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου. Επειδή το αδύνατον εις τον νόμον, καθότι ήτο ανίσχυρος διά της σαρκός, ο Θεός πέμψας τον εαυτού Υιόν με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμαίους, η΄: 1-3).
«Εν αυτώ ήτο ζωή, και η ζωή ήτο το φως των ανθρώπων.» (Ιωάνννης, α΄:4)
«Πάλιν λοιπόν ο Ιησούς ελάλησε προς αυτούς λέγων· Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όστις ακολουθεί εμέ δεν θέλει περιπατήσει εις το σκότος, αλλά θέλει έχει το φως της ζωής.» (Ιωάνννης, η΄:12)
«εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί, καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ' αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» (Α΄ Ιωάννου, α΄:7)
Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Εάν δεν φάγητε την σάρκαν του Υιού του ανθρώπου, και πίητε το αίμα αυτού, δεν έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Όστις τρώγει την σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχη ζωήν αιώνιον, και εγώ θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. Διότι η σάρξ μου αληθώς είναι τροφή, και το αίμα μου αληθώς είναι πόσις. Όστις τρώγει την σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, εν εμοί μένει, και εγώ εν αυτώ. Καθώς με απέστειλεν ο ζων Πατήρ, και εγώ ζω δια τον Πατέρα, ούτω και όστις με τρώγει, θέλει ζήσει και εκείνος δι’ εμέ» (Ιωάννης, ς΄:53-57). Σε κάποιους από τους μαθητές φάνηκαν σκληρά αυτά τα λόγια και εγκατέλειψαν τον Κύριο. Βέβαια ο Κύριος μιλούσε πνευματικά, όπως ο ίδιος στη συνέχεια εξήγησε: «…το πνεύμα είναι εκείνο το οποίον ζωποιεί, η σάρξ δεν ωφελεί ουδέν∙ οι λόγοι τους οποίους εγώ λαλώ προς εσάς, πνεύμα είναι και ζωή είναι» (Ιωάννης, ς΄:63). Αυτό που εννοούσε ο Κύριος το καταλαβαίνουμε όταν κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, καθιέρωσε την Θεία Κοινωνία που πρέπει να μεταλαμβάνουν όλοι οι πιστοί, σε ανάμνηση της θυσίας Του.
« Και ενώ έτρωγον, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε και έδιδεν εις τους μαθητάς και είπε· Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου· και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων· Πίετε εξ αυτού πάντες· διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Σας λέγω δε ότι δεν θέλω πίει εις το εξής εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν πίνω αυτό νέον μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός μου.» (Ματθαίος, κς΄: 26-29)
Συνεπώς για να ανήκει κάποιος στην εκκλησία, που είναι το σώμα του Ιησού Χριστού, πρέπει να είναι κοινωνός του σώματος και αίματος του Κυρίου. Την Θεία Κοινωνία την παρέδωσε ο Κύριος και στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος δια Πνεύματος Αγίου επί πλέον τονίζει: «Το ποτήριον της ευλογίας, το οποίον ευλογούμεν, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού; Ο άρτος, τον οποίον κόπτομεν, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού; διότι εις άρτος, εν σώμα είμεθα οι πολλοί· επειδή πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορινθίους, ι΄: 16,17 και ια΄: 23-34)
Έτσι σήμερα, λόγια ζωοποιά και σωτήρια, είναι τα λόγια που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, δηλαδή στο Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, σαν Λόγος του Κυρίου, είναι δύναμη Θεού προς σωτηρία, επειδή μπορεί να αναγεννήσει κάθε άνθρωπο που μετανοεί για τις αμαρτίες του και θέλει με την καρδιά του να γνωρίσει τον Ιησού Χριστό σαν προσωπικό του σωτήρα. Αυτό το εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς στον Φαρισαίο Νικόδημο: «Απεκρίθη ο Ιησούς, Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού. Το γεγεννημένον εκ της σαρκός, είναι σάρξ∙ και το γεγγενημένον εκ του Πνεύματος, είναι πνεύμα. Μη θαυμάσης ότι σοι είπον, Πρέπει να γεννηθήτε άνωθεν. Ο άνεμος όπου θέλει πνέει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλά δεν εξεύρεις πόθεν έρχεται, και που υπάγει∙ ούτως είναι πας όστις εγεννήθη εκ του Πνεύματος»(Ιωάννης, γ΄:5-8 ).
Επίσης παρήγγειλε στους μαθητές Του: «Και είπε προς αυτούς· Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν. Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση θέλει κατακριθή.» ( Μάρκος, ις΄:15,16).
Άρα, ο άνθρωπος, πρώτα πιστεύει στον Ιησού Χριστό και μετά βαπτίζεται στο νερό, όπου ‘θάβει’ τον παλαιό άνθρωπο με όλα τα σαρκικά πάθη και με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ‘βγαίνει’ νέος άνθρωπος. Ο Κύριος είπε ότι ο άνεμος όπου θέλει πνέει και την φωνή αυτού ακούς, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και που πάει, δηλαδή μπορεί ο πιστός να μη βλέπει τον ίδιο τον Κύριο και το πώς ενεργεί, αλλά παρατηρεί το αποτέλεσμα της αναγέννησης. Έτσι απλά, ο Θεός αναγεννά τον άνθρωπο πνευματικά για να ζήσει μια νέα ζωή και αυτό θα το παρατηρήσει στην καθημερινότητά του. Δηλαδή εκεί που βωμολοχούσε, πλέον δεν βωμολοχεί, εκεί που έκλεβε, πλέον δεν κλέβει, εκεί που είχε μια δυνατή δέσμευση με μια οποιαδήποτε αμαρτία, πλέον είναι αποδεσμευμένος από αυτήν. Πως; Μόνο με την δύναμη του Θεού. Από κει και πέρα αρχίζει ο αγώνας να μορφωθεί ο Ιησούς Χριστός μέσα στον πιστό. Βασικός παράγοντας σ’ αυτή την πνευματική αύξηση είναι τα ζωοποιά και σωτήρια λόγια του Ευαγγελίου, τα οποία πρέπει να επιποθήσει ο κάθε αναγεννημένος πιστός, σαν το λογικό και άδολο γάλα, ώστε να αυξηθεί με αυτά. Βέβαια, λόγω απροσεξίας και απερισκεψίας θα υπάρχουν πνευματικές πτώσεις και πισωγυρίσματα. Ο Κύριος μπορεί να μας συγχωρεί και να μας καθαρίζει και από τις αμαρτίες που κάνουμε όντας πιστοί, εφόσον μετανοούμε ειλικρινά και ζητάμε το αίμα του Ιησού Χριστού. Αμήν!
|