Μενού

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;
 
Αρχική σελίδα

«Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη»( Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:13).

Σχετικά με το τι είναι πίστη, στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται: «είναι δε η πίστις, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβραίους, ια΄:1). Διαβάζοντας το κεφάλαιο αυτό, της προς Εβραίους επιστολής, βλέπουμε τα κυριότερα παραδείγματα ανθρώπων που έζησαν στη Παλαιά Διαθήκη, με πίστη στο Θεό και στα λόγια Του,  όπως τα έργα αυτών και τις ενέργειες του Θεού που αποδείκνυαν την γνησιότητα αυτής της πίστης και την ευαρέσκεια του Θεού σ’ αυτή. Σαν συμπέρασμα αναφέρουμε το εδάφιο: «χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύη ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» (Εβραίους, ια΄: 6).

Στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2013 είχαμε γράψει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ότι είναι ο Υιός του Θεού  και μοναδικός σωτήρας και ότι αυτή  η πίστη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικής οικοδομής κάθε πιστού. Ο Πατέρας Θεός συμμαρτυρεί σ’ αυτή τη πίστη με το να γεννήσει ‘άνωθεν’ τον πιστό άνθρωπο, ο δε πιστός δίνει μαρτυρία αγαθής συνειδήσεως με το να βαπτισθεί στο νερό, υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου Ιησού.

Αυτή η πίστη στον Υιό του Θεού, που ο Πατέρας Θεός απέστειλε Σωτήρα του κόσμου, λογίζεται από το Θεό σε δικαιοσύνη του αμαρτωλού ανθρώπου χωρίς των έργων του νόμου. Χαρακτηριστικό γραφικό παράδειγμα αυτής της κατά χάρη δικαίωσης είναι η σωτηρία του ενός από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Κύριο. Επί πλέον αναφέρουμε ότι η δικαιοσύνη σαν αποτέλεσμα της πίστης στα λόγια του Θεού, αναφέρεται και για τον Αβραάμ που έζησε πριν από το καθεστώς του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζουμε σχετικά: « Διότι εάν ο Αβραάμ εδικαιώθη εκ των έργων, έχει καύχημα, αλλ' ουχί ενώπιον του Θεού. Επειδή τι λέγει η γραφή; Και επίστευσεν Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην.  Εις δε τον εργαζόμενον ο μισθός δεν λογίζεται ως χάρις, αλλ' ως χρέος εις τον μη εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού λογίζεται εις δικαιοσύνην ….. Δεν εγράφη δε δι’ αυτόν μόνον, ότι ελογίσθη εις αυτόν, αλλά και δι’ ημάς, εις τους οποίους μέλλει να λογισθή, τους πιστεύοντας εις τον αναστήσαντα εκ νεκρών Ιησούν τον Κύριον ημών∙ όστις παρεδόθη δια τας αμαρτίας ημών, και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμαίους,δ΄:2-5, 23-25). Δηλαδή ο Αβραάμ, προεικόνιζε την δικαίωση εκ πίστεως που θα ερχόταν σε όσους πιστέψουν στο λυτρωτικό έργο του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Αφού βέβαια πιστέψει ο άνθρωπος και αναγεννηθεί, συνεχίζει μια πορεία με τον Χριστό, κάνοντας το θέλημά Του, το οποίο είναι ο αγιασμός του ανθρώπου. Ο Κύριος, θέλει να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να στηριζόμαστε στις δυνάμεις μας, αλλά να τον εμπιστευόμαστε σε κάθε δυσκολία που περνάμε στη ζωή μας και να υπομένουμε χωρίς γογγυσμό την παιδεία Του, έτσι ώστε να περιμένουμε την έκβαση που θα κάνει στη δοκιμασία με αποτέλεσμα να αυξανόμαστε στη πίστη και γενικά στο καρπό  του Αγίου Πνεύματος. Αυτό ήθελε ο Κύριος να καταλάβει ο λαός Ισραήλ που για σαράντα χρόνια περιφερόταν μέσα στην έρημο: «Και θέλεις ενθυμείσθαι πάσαν την οδόν, εις την οποίαν σε ωδήγησε Κύριος ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, δια να σε ταπεινώση, να σε δοκιμάση, δια να γνωρίση τα εν τη καρδία σου, εάν θέλης φυλάξει τας εντολάς αυτού ή ουχί. Και σε εταπείνωσε, και σε έκαμε να πεινάσεις, και σε έθρεψε με μάννα, (το οποίον δεν εγνώριζες, ουδέ οι πατέρες σου εγνώριζον), δια να σε κάμη να μάθης ότι ο άνθρωπος δεν ζη με μόνον άρτον, αλλ’ ο άνθρωπος ζη με πάντα λόγον εξερχόμενον εκ του στόματος του Κυρίου» (Δευτερονόμιον, η΄:2-3). Διαβάζοντας συνεπώς το γραμμένο λόγο του Θεού,  βλέπουμε ότι η εν Χριστώ πορεία μας, είναι μια πορεία όπου μαθαίνουμε να περπατάμε δια πίστεως. Επί πλέον, ο απόστολος Παύλος τονίζει: «Έχοντες λοιπόν το θάρρος πάντοτε, και εξεύροντες, ότι ενόσω ενδημούμεν εν τω σώματι, αποδημούμεν από του Κυρίου∙ (διότι περιπατούμεν δια πίστεως, ουχί δια της όψεως∙) θαρρούμεν δε, και επιθυμούμεν μάλλον να αποδημήσωμεν από του σώματος, και να ενδημήσωμεν προς τον Κύριον» (Β΄ Κορινθίους, ε΄: 6-8). Βέβαια για να έχουν αυτά τα εδάφια εφαρμογή στη ζωή μας, φανερή προϋπόθεση είναι η αγάπη μας στο Κύριο να βρίσκεται πάνω από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας.

Όσο αφορά το γνωστό δίλλημα πίστη ή έργα, αναφέρουμε ότι ενώ το μόνο έργο για να σωθεί ένας άνθρωπος (όπως ο ένας ληστής), είναι η μετάνοια και η πίστη εκ μέρους του στον Ιησού Χριστό, η φανέρωση όμως της σωτηρίας, όπως και η διατήρηση της, γίνεται μέσω των καλών έργων.  Διαβάζουμε σχετικά:«Αλλ' ότε εφανερώθη η χρηστότης και η φιλανθρωπία του Σωτήρος ημών Θεού, ουχί εξ έργων δικαιοσύνης τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εξέχεε πλουσίως εφ' ημάς διά Ιησού Χριστού του Σωτήρος ημών, ίνα δικαιωθέντες διά της χάριτος εκείνου, γείνωμεν κληρονόμοι κατά την ελπίδα της αιωνίου ζωής. Πιστός ο λόγος, και θέλω ταύτα να διαβεβαιοίς, διά να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προΐστανται καλών έργων. Ταύτα είναι τα καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους»(Τίτον, γ΄: 4-8),                                                                      «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; Μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ’ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν» (Ιακώβου,β΄:14-17) , «Εάν λοιπόν πεινά ο εχθρός σου, τρέφε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν∙ διότι πράττων τούτο θέλεις σωρεύσει άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν αυτού»(Ρωμαίους,ιβ΄:20).                                                                                                     Έτσι λοιπόν, ο χριστιανός έχει έργα πίστεως, με τα οποία φανερώνεται η νέα  καθαρή και φωτεινή εν Χριστώ  ζωή του.

Για την ελπίδα, αναφέρεται: «Διότι με την ελπίδα εσώθημεν∙ ελπίς δε ήτις βλέπεται, δεν είναι ελπίς∙ διότι εκείνο το οποίον βλέπει τις, δια τι και ελπίζει; Εάν δε ελπίζωμεν εκείνο το οποίον δεν βλέπομεν, δια της υπομονής περιμένομεν αυτό» (Ρωμαίους,η΄:24). Την ελπίδα προσπαθούμε να την έχουμε πάντοτε στον Κύριο, είτε αφορά απάντηση σε αιτήματα, είτε σε διωγμούς, είτε σε διάφορες δοκιμασίες, κατά τη διάρκεια των οποίων, ελπίζουμε και περιμένουμε με υπομονή, ο Κύριος να επέμβει και να κάνει έκβαση. Η πίστη συνδέεται με την ελπίδα: «Δικαιωθέντες λοιπόν εκ πίστεως, έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου ελάβομεν και την είσοδον δια της πίστεως εις την χάριν ταύτην εις την οποίαν ιστάμεθα∙ και καυχώμεθα εις την ελπίδα της δόξης του Θεού. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά και καυχώμεθα εις τας θλίψεις∙ γινώσκοντες ότι η θλίψις εργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς δεν καταισχύνει, διότι η αγάπη του Θεού είναι εκκεχυμένη εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος εις ημάς» (Ρωμαίους,ε΄:1-5). Ο απόστολος Παύλος που τα γράφει αυτά δια Πνεύματος Αγίου, πέρασε νικηφόρα  πολλές δοκιμασίες και θλίψεις στην εν Χριστώ ζωή του και γι’ αυτό αποτελεί για μας παράδειγμα προς μίμηση, ώστε να διατηρήσουμε και εμείς τη πίστη μας μέχρι τέλους  και να μην αποκάμουμε. Μόνο με αυτή την προοπτική μπορούμε να καυχόμαστε στις θλίψεις διότι γνωρίζουμε ότι μέσω αυτών ο Θεός εργάζεται την υπομονή μέσα μας, η δε υπομονή οικοδομεί δόκιμο χαρακτήρα εντός μας και ο δόκιμος χαρακτήρας εργάζεται την ελπίδα στην έκβαση του Θεού, η οποία ελπίδα δεν θα μείνει αναπάντητη, γιατί ο Θεός ήδη έχει δώσει την αγάπη Του μέσα στις καρδιές μας, δια του Πνεύματος του Αγίου που μας έδωσε.

Η αγάπη είναι ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο «κρέμεται» όλη η Γραφή. Δυο είναι οι μεγαλύτερες εντολές: «Και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου και Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μάρκος,ιβ΄:30-31). Ο απόστολος Ιωάννης αναφέρει τον ορισμό της αγάπης:  ‘Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι’.(Α΄ Ιωάννου, ε΄:3). Ο απόστολος Παύλος περιγράφει επακριβώς τα χαρακτηριστικά της γνήσιας αγάπης που ο Θεός δίνει σε μας στο ιγ΄ κεφάλαιο της Α΄ Κορινθίους επιστολής και τελειώνει αναφέροντας ότι η αγάπη είναι μεγαλύτερη από τη πίστη και την ελπίδα γιατί όταν θα πάμε κοντά στον Κύριο, δεν θα χρειαστεί να πιστεύουμε ή να ελπίζουμε διότι θα τον δούμε, ενώ αυτό που θα μένει αιώνια είναι η αγάπη που θα έχουμε για Αυτόν και για τον πλησίον μας. Αμήν!

 

Ο Κύριος Ιησούς μετά την ανάστασή Του, φανέρωσε τον εαυτό Του ζωντανό στους αποστόλους δια πολλών τεκμηρίων και τους έδωσε εντολές δια Πνεύματος Αγίου. Ενώ ήταν μαζί τους, τους παρήγγειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη αφού όμως πρώτα  περιμένουν να λάβουν δύναμη εξ ύψους, δηλαδή να βαπτιστούν με Άγιο Πνεύμα.  Διαβάζουμε σχετικά:

«Και προσελθών ο Ιησούς, ελάλησε προς αυτούς, λέγων Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης.  Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς και ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν.» (Ματθαίος, κη΄: 18-20)

« Και είπε προς αυτούς Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν.  Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση θέλει κατακριθή.  Σημεία δε εις τους πιστεύσαντας θέλουσι παρακολουθεί ταύτα, Εν τω ονόματί μου θέλουσιν εκβάλλει δαιμόνια θέλουσι λαλεί νέας γλώσσας  όφεις θέλουσι πιάνει και εάν θανάσιμόν τι πίωσι, δεν θέλει βλάψει αυτούς επί αρρώστους θέλουσιν επιθέσει τας χείρας, και θέλουσιν ιατρεύεσθαι.» (Μάρκος,ιστ΄:15-18).

« και είπε προς αυτούς ότι ούτως είναι γεγραμμένον και ούτως έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, γινομένης αρχής από Ιερουσαλήμ. Σεις δε είσθε μάρτυρες τούτων. Και ιδού, εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου εφ' υμάς σεις δε καθήσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εωσού ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους.» (Λουκάς, κδ΄:46-49)

«Και συνερχόμενος μετ' αυτών, παρήγγειλε να μη απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός, την οποίαν ηκούσατε, είπε, παρ' εμού.  Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εν ύδατι, σεις όμως θέλετε βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω ουχί μετά πολλάς ταύτας ημέρας.»(Πράξεις, α΄:4-5).

Η επαγγελία του Πατρός απεστάλη από τον Κύριο την μέρα της Πεντηκοστής. Τότε όλοι οι μαθητές του Κυρίου , συνολικά 120 ψυχές, ήταν όλοι ομοθυμαδόν στο ίδιο μέρος. Ξαφνικά έγινε ένας ήχος σαν τον άνεμο που έρχεται με βία και γέμισε όλο το σπίτι και φάνηκαν γλώσσες σαν φωτιά που διαμοιράζονταν στον καθένα τους και αφού όλοι πληρώθηκαν με Άγιο Πνεύμα, άρχισαν να μιλούν σε ξένες γλώσσες καθώς το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς να λαλούν (Πράξεις,β΄:1-4).

Στη συνέχεια του βιβλίου των Πράξεων, βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα τα παρακάτω γεγονότα που αφορούν το βάπτισμα και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος:

Πολλά σημεία και τεράστια γινότανε στο λαό με τα χέρια των αποστόλων ώστε μαζευόταν το πλήθος των γύρω πόλεων στην Ιερουσαλήμ φέροντας ασθενείς και ενοχλούμενους από πνεύματα  ακάθαρτα και όλοι θεραπευόταν.  (Πράξεις, ε΄:16 ).

Βλέπουμε τον διάκονο και ευαγγελιστή Φίλιππο, μετά τον φόνο του πρωτομάρτυρα Στέφανου και τον διωγμό που ακολούθησε, να πηγαίνει στη Σαμάρεια και να κηρύττει στους Σαμαρείτες τον Χριστό. Ο Φίλιππος είχε το χάρισμα των ιαμάτων  διότι από πολλούς που  είχαν πνεύματα ακάθαρτα αυτά εξέρχονταν φωνάζοντας με μεγάλη φωνή, και πολλοί παραλυτικοί και χωλοί θεραπεύτηκαν. Έτσι πολλοί πίστεψαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και βαπτίστηκαν άνδρες και γυναίκες. Όμως ενώ ήταν βαπτισμένοι στο νερό δεν είχαν λάβει το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό ήλθαν από την Ιερουσαλήμ οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, επέθεσαν τα χέρια πάνω τους και τότε έλαβαν Πνεύμα Άγιο.(Πράξεις, η΄:5-17).

Όταν ο απόστολος Πέτρος ευαγγέλιζε τον Ρωμαίο εκατόνταρχο Κορνήλιο μαζί με τους συγγενείς και φίλους του, ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος, επήλθε το Πνεύμα το Άγιο σε όλους που άκουγαν  τον λόγο.  Και εξεπλάγησαν οι Ιουδαίοι πιστοί, όσοι ήλθαν μαζί με τον Πέτρο, ότι η δωρεά του Αγίου Πνεύματος δόθηκε και στα έθνη  διότι άκουγαν αυτούς να λαλούν γλώσσες και να δοξάζουν τον Θεό. (Πράξεις, ι΄:44-46 ).

Όταν ο απόστολος Παύλος βρήκε στην Έφεσο δώδεκα μαθητές του Κυρίου, τους πρότρεψε πρώτα να βαπτιστούν στο νερό στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Αυτοί υπάκουσαν και βαπτίστηκαν.  Στη συνέχεια αφού ο Παύλος επέθεσε σ’ αυτούς τα χέρια, ήλθε το Πνεύμα το Άγιο επάνω τους και λαλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. (Πράξεις, ιθ΄:1-7 ).

Σαν συμπέρασμα αναφέρουμε ότι πρώτα ο Κύριος και στη συνέχεια οι απόστολοί Του, θεωρούσαν το βάπτισμα με Άγιο Πνεύμα σαν βασική ανάγκη κάθε πιστού και ότι στις τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρονται στις Πράξεις το κοινό σημείο ότι βαπτίζεται κάποιος με Άγιο Πνεύμα, είναι οι ξένες γλώσσες και επί πλέον η δοξολογία και η προφητεία.

Όσο αφορά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία, ο απόστολος Παύλος γράφει: « Είναι δε διαιρέσεις χαρισμάτων, το Πνεύμα όμως το αυτό  είναι και διαιρέσεις διακονιών, ο Κύριος όμως ο αυτός  είναι και διαιρέσεις ενεργημάτων, ο Θεός όμως είναι ο αυτός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι. Δίδεται δε εις έκαστον η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον.  Διότι εις άλλον μεν δίδεται διά του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα,  εις άλλον δε πίστις διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε χαρίσματα ιαμάτων διά του αυτού Πνεύματος, εις άλλον δε ενέργειαι θαυμάτων, εις άλλον δε προφητεία, εις άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, εις άλλον δε είδη γλωσσών, εις άλλον δε ερμηνεία γλωσσών.  Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διανέμον ιδία εις έκαστον καθώς θέλει.» ( Α΄ Κορινθίους, ιβ΄:4-11).

Συνεχίζοντας ο απόστολος Παύλος τονίζει τη σημασία της ενότητας της εκκλησίας σαν σώμα Χριστού και την υπεροχή της αγάπης συγκριτικά με οποιοδήποτε χάρισμα μιας και ‘Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, έγεινα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν. Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι' (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:1-3).

Έτσι βάζοντας μια ιεραρχία συμβουλεύει: «Ακολουθείτε την αγάπην και ζητείτε μετά ζήλου τα πνευματικά, μάλλον δε το να προφητεύητε. Διότι ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον δεν λαλεί προς ανθρώπους, αλλά προς τον Θεόν διότι ουδείς ακούει αυτόν, αλλά με το πνεύμα αυτού λαλεί μυστήρια ο δε προφητεύων λαλεί προς ανθρώπους εις οικοδομήν και προτροπήν και παρηγορίαν. Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον εαυτόν οικοδομεί, ο δε προφητεύων την εκκλησίαν οικοδομεί.  Θέλω δε πάντες να λαλήτε γλώσσας, μάλλον δε να προφητεύητε διότι ο προφητεύων είναι μεγαλήτερος παρά ο λαλών γλώσσας, εκτός εάν διερμηνεύη, διά να λάβη οικοδομήν η εκκλησία.». (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:1-5).

Σχετικά με τη λειτουργία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος στις συναθροίσεις της εκκλησίας, αναφέρει: «Τι πρέπει λοιπόν, αδελφοί; Όταν συνέρχησθε, έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα ας γίνωνται προς οικοδομήν. Εάν τις λαλή γλώσσαν αγνώριστον, ας κάμωσι τούτο ανά δύο ή το περισσότερον ανά τρεις και εκ διαδοχής, και εις ας διερμηνεύη αλλ' εάν δεν ήναι διερμηνευτής, ας σιωπά εν τη εκκλησία, ας λαλή δε προς εαυτόν και προς τον Θεόν. Προφήται δε ας λαλώσι δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας διακρίνωσιν εάν δε έλθη αποκάλυψις εις άλλον καθήμενον, ο πρώτος ας σιωπά. Διότι δύνασθε ο εις μετά τον άλλον να προφητεύητε πάντες, διά να μανθάνωσι πάντες και πάντες να παρηγορώνται και τα πνεύματα των προφητών υποτάσσονται εις τους προφήτας  διότι ο Θεός δεν είναι ακαταστασίας, αλλ' ειρήνης. Καθώς εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων.» (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:26-33).

Στις μέρες μας, χαρίσματα  του Αγίου Πνεύματος όπως αυτά της προφητείας και του να μιλάει κάποιος σε γλώσσα αγνώριστη,  έχουν παρεξηγηθεί και κατηγορηθεί ότι σχετίζονται με επήρεια ουσιών η με σχιζοφρένεια, αλλά και με άλλες βαριές κατηγορίες. Βέβαια δεν είναι σωστό να ταυτίζουμε μια επαγγελία από το Θεό, με μια ψυχική πάθηση γιατί τότε και οι απόστολοι θα ήταν ψυχασθενείς, άποψη πολύ προσβλητική για τον Πατέρα Θεό. Δυστυχώς τροφή γι’ αυτές τις κατηγορίες δίνουν κάποιες όντως παθολογικές καταστάσεις, όπως αυτή που ο απόστολος Παύλος αναφέρει: «Εάν λοιπόν συνέλθη η εκκλησία όλη επί το αυτό και λαλώσι πάντες γλώσσας αγνωρίστους, εισέλθωσι δε ιδιώται ή άπιστοι, δεν θέλουσιν ειπεί ότι είσθε μαινόμενοι.» Γι’ αυτό καλό είναι να προσέχουμε να υπάρχει η τάξη που ο λόγος του Κυρίου αναφέρει σχετικά με τη λειτουργία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος έτσι ώστε να επέρχεται πνευματική οικοδομή και όχι ακαταστασία. Όσο αφορά τον ισχυρισμό κάποιων ότι τις ξένες γλώσσες τις έδωσε ο Θεός στους αποστόλους για να κηρύξουν στα έθνη και γενικότερα ότι τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς και της προφητείας ίσχυαν μόνο στην εποχή των αποστόλων ενώ σήμερα δεν υφίσταται ανάγκη να  υπάρχουν, αναφέρουμε πρώτα ότι η γλωσσολαλιά δίνεται προς την ατομική πνευματική οικοδομή του κάθε χριστιανού (Α΄ Κορινθίους,ιδ΄:4) και επί πλέον ότι ‘Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει είτε γνώσις, θέλει καταργηθή.  Διότι κατά μέρος γινώσκομεν και κατά μέρος προφητεύομεν όταν όμως έλθη το τέλειον, τότε το κατά μέρος θέλει καταργηθή’ (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:8-10). Πιστεύουμε να μην αμφιβάλει κανείς ότι το τέλειο δεν έχει έρθει ακόμη, επομένως και τα χαρίσματα της προφητείας και των γλωσσών δεν έχουν ακόμη καταργηθεί.

Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος δια Πνεύματος Αγίου συμβουλεύει: ‘Το Πνεύμα μη σβύνετε,  προφητείας μη εξουθενείτε Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε  από παντός είδους κακού απέχεσθε.’ (Α΄ Θεσσαλονικείς, ε΄:19-22).  Σαφώς κάθε αποκάλυψη, προφητεία, διδασκαλία, εμπειρία για να γίνει αποδεκτή από την εκκλησία θα πρέπει να συμφωνεί με το ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε να μη σβήσουμε το Πνεύμα, γιατί τότε  αντί να λειτουργούν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις συναθροίσεις της  εκκλησίας θα επιδοθούμε σε τυπικά θεάματα και ακούσματα που ευχαριστούν προσωρινά την όραση και την ακοή μας, αλλά δεν βοηθούν ουσιαστικά στην πνευματική οικοδομή μας. Σαν τελικό συμπέρασμα αναφέρουμε την προτροπή του αποστόλου Παύλου: ‘Ώστε, αδελφοί, ζητείτε μετά ζήλου το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσας μη εμποδίζετε  πάντα ας γίνωνται ευσχημόνως και κατά τάξιν’ (Α΄ Κορινθίους, ιδ΄:39-40). Αμήν.

 

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, πέθανε πάνω στο σταυρό του Γολγοθά πληρώνοντας για τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε σαν αναμάρτητος, για να δικαιώσει όποιον πιστέψει σ’ Αυτόν. Αυτό το ουράνιο μήνυμα της σωτηρίας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός θέλει να φθάσει σε όλους τους ανθρώπους έτσι ώστε να πιστέψουν και να σωθούν.

Η  πίστη συνεπώς στο πρόσωπο του Κυρίου ότι είναι ο Υιός του Θεού  και μοναδικός σωτήρας, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικής οικοδομής κάθε πιστού. Γι’ αυτό όταν κάποιοι από τον όχλο που ακολουθούσε τον Κύριο, Τον ρώτησαν: ‘Τι να κάμωμεν, διά να εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;’ Αυτός τους απάντησε: ‘Τούτο είναι το έργον του Θεού, να πιστεύσητε εις τούτον τον οποίον εκείνος απέστειλε’ (Ιωάννης, ς΄:28,29). Εκείνος, που  θα πιστέψει στον Κύριο και θα επιθυμήσει  να τον πλησιάσει, ο Θεός θα τον αναγεννήσει, ακριβώς έτσι όπως είπε ο Κύριος στον Νικόδημο: «Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού. Το γεγεννημένον εκ της σαρκός, είναι σάρξ∙ και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος, είναι πνεύμα» (Ιωάννης, γ΄:5-6).

Στη συνέχεια, αφού ο άνθρωπος πιστέψει στον Ιησού Χριστό, το θέλημα του Θεού είναι να βαπτιστεί, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό παρήγγειλε ο Κύριος στους μαθητές Του, λίγο πριν αναληφθεί λέγοντας : «Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης.  Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,  διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν»(Ματθαίος, κζ΄:18-20) και « Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν.  Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση θέλει κατακριθή.» (Μάρκος,ις΄:15,16).

Στη Καινή Διαθήκη, σχετικά με το βάπτισμα στο νερό, αναφέρονται και τα εξής:

«Η αγνοείτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετάφημεν λοιπόν μετ' αυτού διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα καθώς ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς περιπατήσωμεν εις νέαν ζωήν. Διότι εάν εγείναμεν σύμφυτοι με αυτόν κατά την ομοιότητα του θανάτου αυτού, θέλομεν είσθαι και κατά την ομοιότητα της αναστάσεως, τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, διά να καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, ώστε να μη ήμεθα πλέον δούλοι της αμαρτίας·  διότι ο αποθανών ηλευθερώθη από της αμαρτίας.» (Ρωμαίους, ς΄:3-7). Δηλαδή η βύθιση στο νερό του βαπτίσματος ισοδυναμεί με ταφή  της αμαρτωλής φύσης του πιστού ανθρώπου που βαπτίζεται και η ανάδυση από αυτό, με έξοδο ενός «νέου» ανθρώπου με αγαθή συνείδηση, για να περπατήσει σε μια νέα ζωή,  χωρίς εξάρτηση από παλιές αμαρτίες.

Βέβαια ο κάθε αναγεννημένος και βαπτισμένος στο νερό πιστός, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες που θα συναντήσει στην πνευματική του πορεία, είναι απαραίτητο να βαπτιστεί με Άγιο Πνεύμα. Διαβάζουμε σχετικά: «Και συνερχόμενος μετ' αυτών, παρήγγειλε να μη απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός, την οποίαν ηκούσατε, είπε, παρ' εμού. Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εν ύδατι, σεις όμως θέλετε βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω ουχί μετά πολλάς ταύτας ημέρας.»,

«Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών∙ και θέλετε λάβει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Διότι προς εσάς είναι η επαγγελία και προς τα τέκνα σας και προς πάντας τους εις μακράν, όσους αν προσκαλέση Κύριος ο Θεός ημών.» (Πράξεις,α΄:4,5 και β΄:38,39).

Συνεπώς η μετάνοια, η πίστη στο Χριστό, η αναγέννηση, το βάπτισμα στο νερό και το βάπτισμα στο Άγιο Πνεύμα αποτελούν τους βασικούς θεμέλιους λίθους της πνευματικής οικοδομής κάθε πιστού. Από κει και πέρα, το ζητούμενο για κάθε πιστό είναι να ολοκληρώσει την πνευματική του οικοδομή. Ο λόγος του Κυρίου μας συμβουλεύει: «Διά τούτο αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν του Χριστού, ας φερώμεθα προς την τελειότητα, χωρίς να βάλλωμεν εκ νέου θεμέλιον μετανοίας από νεκρών έργων και πίστεως εις Θεόν,  της διδαχής των βαπτισμών και της επιθέσεως των χειρών, και της αναστάσεως των νεκρών και της κρίσεως της αιωνίου. Και τούτο θέλομεν κάμει, εάν επιτρέπη ο Θεός» (Εβραίους, ς΄:1-3)

Προς το σκοπό αυτό, δηλαδή να ολοκληρώσουμε σωστά την πνευματική μας οικοδομή, έτσι ώστε να αντέξει στις θύελλες και πλημύρες που θα την προσβάλουν,  θα πρέπει να κάνουμε ακριβώς αυτό που είπε ο Κύριος, δηλαδή να εκτελέσουμε  τις εντολές Του: «Πας λοιπόν όστις ακούει τους λόγους μου τούτους, και κάμνει αυτούς, θέλω ομοιώσει αυτόν με άνδρα φρόνιμον, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέβαλον εις την οικίαν εκείνην, και δεν έπεσε· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί την πέτραν.» (Ματθαίος,ζ΄:24,25).

Επίσης ο απόστολος Παύλος μας πληροφορεί: « Εγώ κατά την χάριν του Θεού την δοθείσαν εις εμέ ως σοφός αρχιτέκτων θεμέλιον έθεσα, άλλος δε εποικοδομεί· έκαστος όμως ας βλέπη πως εποικοδομεί·  διότι θεμέλιον άλλο ουδείς δύναται να θέση παρά το τεθέν, το οποίον είναι ο Ιησούς Χριστός.  Εάν δε τις εποικοδομή επί το θεμέλιον τούτο χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην· εκάστου το έργον θέλει φανερωθή· διότι η ημέρα θέλει φανερώσει αυτό, επειδή διά πυρός ανακαλύπτεται· και το πυρ θέλει δοκιμάσει το έργον εκάστου οποίον είναι Εάν το έργο τινός το οποίον επωκοδόμησε μένη, θέλει λάβει μισθόν∙ εάν το έργο τινός κατακαή, θέλει ζημιωθή∙ αυτός όμως θέλει σωθή, πλήν ούτως ως δια πυρός».» (Α΄ Κορινθίους , γ΄:10-15). Δηλαδή μπορεί κάποιος να ξεκινήσει σωστά την πνευματική του οικοδομή με θεμέλιο το Χριστό, αλλά στη συνέχεια αντί να οικοδομεί με τους ‘τίμιους λίθους’ του γεγραμμένου λόγου του Κυρίου, να οικοδομεί με ‘τα ξύλα, χόρτα και καλάμια’ των ανθρώπινων εντολών και παραδόσεων. Αυτά όμως τα ανθρώπινα στοιχεία θα κατακαούν, ο λόγος όμως του Κυρίου μένει εις τον αιώνα.

Βασικοί τίμιοι λίθοι της πνευματικής οικοδομής κάθε πιστού, συνεχόμενοι με τους θεμελιώδεις, είναι σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου η ενεργός συμμετοχή αυτού στη μαθητεία του θελήματος του Θεού μέσω των διακονιών, στη κοινωνία μετ’ αλλήλων, στη κλάση  του άρτου (Θεία Κοινωνία) και στις προσευχές (Πράξεις, β΄:42,). Διαβάζουμε σχετικά: «Και αυτός έδωκεν άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους,  προς την τελειοποίησιν των αγίων, διά το έργον της διακονίας, διά την οικοδομήν του σώματος του Χριστού, εωσού καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού,(Εφεσίους, δ΄:10-13)

Επιπρόσθετα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πνευματική οικοδομή κάθε πιστού πραγματοποιείται από τον Ιησού Χριστό εφ’ όσον ‘μένουμε μέσα Του’, δηλαδή ζούμε σύμφωνα με το θέλημά Του : «…ο μένων εν εμοί, και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν∙ διότι χωρίς εμού δεν δύνασθαι να κάμητε ουδέν» (Ιωάννης, ιε΄:5). Άρα, πράττει ο χριστιανός το θέλημα του Θεού πειθαρχώντας στην οδηγία του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να μορφώνεται ο Χριστός μέσα του μαζί με τον  καρπό του Αγίου Πνεύματος που είναι: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια» (Γαλάτας, ε΄:22).  Ο καρπός ωριμάζει μέσα μας με τη παιδεία που επιτρέπει ο ίδιος ο Θεός, σαν Πατέρας, στη ζωή μας, δηλαδή σε ότι υστερούμε από το καρπό εκεί μας δοκιμάζει ο Κύριος ώστε να αναπληρώσει τις ελλείψεις μας. Η ύπαρξη της παιδείας του Κυρίου όπως και  ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας αποδεικνύουν την σωστή πορεία της πνευματικής μας οικοδομής. Βέβαια  κάθε  παιδεία προς το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης, ύστερα όμως αποδίδει στους γυμνασθέντες με αυτή καρπό ειρηνικό δικαιοσύνης. (Εβραίους, ιβ΄: 5-11). Αμήν.

 

 

«Το δε Πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς θέλουσιν αποστατήσει τινές από της πίστεως, προσέχοντες εις πνεύματα πλάνης και εις διδασκαλίας δαιμονίων,  διά της υποκρίσεως ψευδολόγων, εχόντων την εαυτών συνείδησιν κεκαυτηριασμένην, εμποδιζόντων τον γάμον, προσταζόντων αποχήν βρωμάτων, τα οποία ο Θεός έκτισε διά να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν.  Διότι παν κτίσμα Θεού είναι καλόν, και ουδέν απορρίψιμον, όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας  διότι αγιάζεται διά του λόγου του Θεού και διά της προσευχής.» (Α΄ Τιμόθεον, δ΄: 1-5)

«προσέχετε, αδελφοί, να μη υπάρχη εις μήδενα από σας πονηρά καρδία απιστίας, ώστε να αποστατήση από Θεού ζώντος, αλλά προτρέπετε αλλήλους καθ' εκάστην ημέραν, ενόσω ονομάζεται το σήμερον, διά να μη σκληρυνθή τις εξ υμών διά της απάτης της αμαρτίας  διότι μέτοχοι εγείναμεν του Χριστού, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως» (Εβραίους, γ΄:12-14)

Η  κυρίως έννοιά της λέξης ‘αποστασία’,  σημαίνει αποχώρηση από ένα πολιτικό συνασπισμό, συμμαχία, κόμμα, παράταξη, ιδεολογία, κ.λ.π., ενώ στην εκκλησιαστική ορολογία σημαίνει αποσκίρτηση από τις ιδεολογίες μιας θρησκείας ή εκκλησίας. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, αποστάτες θεωρούνται κάποιοι άνθρωποι που αρνούνται τις ιδεολογίες ενός κόμματος ή μιας εκκλησίας και επιλέγουν να είναι σε άλλο κόμμα, ή σε μια άλλη εκκλησία ή ακόμα να υιοθετούν αναρχικές ή αθεϊστικές  απόψεις.

Στις μέρες μας, υπάρχουν πολλά κόμματα και ιδρύονται καινούρια, όπως επίσης υπάρχουν και πολλές εκκλησίες. Οι εκκλησίες ανήκουν σε κάποια δόγματα ή θρησκείες, με τα πιστεύω τους η καθεμιά, με τις αρχές και το καταστατικό τους. Μάλιστα, όσο αφορά τις χριστιανικές εκκλησίες, όλες ισχυρίζονται ότι κατέχουν την «αλήθεια», αλλά με βάση αυτά τα οποία πιστεύουν και διδάσκουν εύκολα μπορεί να διακρίνει κάποιος ότι υπάρχουν πολλές και σημαντικές διαφορές τόσο μεταξύ τους αλλά κυρίως με την διδασκαλία του Ευαγγελίου, βασικά στοιχεία της οποίας είναι η πίστη στη Θεότητα του Ιησού Χριστού και στην ιδιότητά Του σαν μοναδικού μεσίτη και Σωτήρα.

Πολλές από αυτές προσπαθούν να κρατήσουν μια ενότητα μεταξύ τους, παρ’ όλες τις διαφορές τους και το φαινόμενο αυτό λέγεται οικουμενισμός. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, οικουμενισμός είναι μία θεωρία που πρεσβεύει την ένωση και συναδέλφωση όλων των χριστιανικών εκκλησιών. Το επίσημο θεσμικό όργανο του οικουμενισμού είναι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών το οποίο έχει οργανώσει Συνόδους  από εκπροσώπους διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών αλλά και εκπροσώπους των άλλων μονοθεϊστικών θρησκειών, δηλαδή του Μωαμεθανισμού και του Ιουδαϊσμού.  Όπως είναι φυσικό, πολλοί συμφωνούν με την θεωρία του οικουμενισμού, όπως και πολλοί είναι εκείνοι που διαφωνούν. Η άποψή μας είναι ότι ο οικουμενισμός είναι μια προσπάθεια συγκάλυψης της αποστασίας από το Θεό, κάτω από τον μανδύα μιας κακώς εννοούμενης ενότητας και αγάπης.

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε προσευχόμενος στον Πατέρα, για τους μαθητές Του : «… Πάτερ άγιε, φύλαξον αυτούς εν τω ονόματί σου, τους οποίους μοι έδωκας, διά να ήναι εν καθώς ημείς. … Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια» (Ιωάννης, ιζ΄:11,17).   Δηλαδή ναι μεν θέλει ο Θεός την ενότητα όλων των πιστών, αλλά μέσα στον αγιασμό και την αλήθεια.

Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται είναι αν οι εκκλησίες που ονομάζονται χριστιανικές βρίσκονται μέσα στον αγιασμό και την αλήθεια, δηλαδή αν εκτελούν πράγματι το θέλημα του Θεού έχοντας κεφαλή τους τον Ιησού Χριστό και καταστατικό τους το ευαγγέλιο. Αυτό διότι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή∙ ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού∙»(Ιωάννης,ιδ΄:6-7). Άρα, αφού ο Κύριος είναι η αλήθεια, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες πρέπει να έχουν αρχηγό τους τον Χριστό και να βαδίζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιό Του. Διαβάζοντας ή ακούοντας το Ευαγγέλιο μαθαίνουμε πως πρέπει να ζούμε σωστά και να πράττουμε αυτά που εκείνος θέλει, αποδεικνύοντας έτσι την αγάπη μας σ’ Αυτόν, μιας και Εκείνος είπε: «Εάν με αγαπάτε τας εντολάς μου φυλάξατε» (Ιωάννης, ιδ΄:15).

Ακόμη επειδή το Ευαγγέλιο αναφέρει το πώς περπάτησαν οι πρώτοι χριστιανοί και οι προϊστάμενοί τους, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες, πρέπει να μιμούνται την πρώτη  αποστολική εκκλησία και αυτό γιατί μέσα σ’ αυτή υπήρχε ένα υγιές πνευματικό περιβάλλον, το οποίο είναι απαραίτητο να υπάρχει και σήμερα για την πνευματική πρόοδο όλων των πιστών. Διαβάζουμε σχετικά στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων: «Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχές» (Πράξεις,β΄:42). Αυτά τα τέσσερα πνευματικά στοιχεία πρέπει να αποτελούν τις πνευματικές βάσεις στήριξης όλων των χριστιανικών εκκλησιών σήμερα. Επίσης, υπήρχε αγάπη μεταξύ των πιστών της πρώτης εκκλησίας: «Και πάντες οι πιστεύοντες ήσαν ομού, και είχον τα πάντα κοινά∙ και τα κτήματα και τα υπάρχοντα αυτών επώλουν και διεμοίραζον αυτά εις πάντας, καθ’ ην έκαστος είχε χρείαν. … Ο δε Κύριος προσέθετε καθ’ ημέραν εις την εκκλησίαν τους σωζομένους» (Πράξεις,β΄:44,47). Οπότε εκείνη η εκκλησία η οποία είναι μέσα σε αυτό το κλίμα της αγάπης της πρώτης αποστολικής εκκλησίας και πράττει το Θεόπνευστο λόγο του Θεού έτσι όπως φανερώνεται στην Καινή Διαθήκη, τότε αυτή η εκκλησία έχει τον Ιησού Χριστό αρχηγό της. Όσες όμως δεν περπατάνε σύμφωνα με λόγο του Θεού και επιτρέπουν διδασκαλίες και αιρέσεις που είναι αντίθετες με το θέλημα του Θεού, βρίσκονται σε αποστασία και καλό είναι να μετανοήσουν και να προσκολληθούνε στο Ευαγγέλιο του Κυρίου.  Ο Θεός είναι αγάπη και αρέσκεται στη μετάνοια, έτσι αν ειλικρινά μετανοήσουμε και επικαλεστούμε πάλι το όνομα του Κυρίου Ιησού, Αυτός έχει τόση αγάπη και τόσο έλεος που μας συγχωρεί και μας διορθώνει.

Ακόμα, η λέξη αποστασία έχει και την έννοια – στην εκκλησιαστική ζωή– της απόστασης από την ορθή πίστη στο Θεό.  Ο χριστιανός, αφού αναγεννηθεί και λάβει ευλογίες πνευματικές και υλικές, μπορεί κάπου στην πορεία του την πνευματική με τον Κύριο, να μη προσέξει όσο πρέπει και να απομακρυνθεί από Αυτόν. Ο σκοπός του διαβόλου είναι να πλανήσει ει δυνατόν και τους εκλεκτούς διότι εάν αυτός που πλανηθεί είναι π.χ. επίσκοπος μιας εκκλησίας η πλάνη κατά κανόνα μεταδίδεται και στους απλούς πιστούς. Ο λόγος του Κυρίου  μας προειδοποιεί σχετικά λέγοντας:

«Προσέχετε δε εις εαυτούς, μήποτε βαρυνθώσιν αι καρδίαι σας από κραιπαλης και μέθης και μεριμνών βιωτικών, και επέλθη εφ’υμάς η ημέρα εκείνη» (Λουκάς, κα΄:34),

«αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.» (Ματθαίος κς΄:41),

«Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος.  Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου  και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, διά να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.  Διά τούτο αγρυπνείτε, ενθυμούμενοι ότι τρία έτη νύκτα και ημέραν δεν έπαυσα νουθετών μετά δακρύων ένα έκαστον»(Πράξεις, κ΄: 28-31),

« Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με» (Ιωάννης,ιδ΄:21).

«Εαυτούς εξετάζετε αν ήσθε εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε. Η δεν γνωρίζετε εαυτούς ότι ο Ιησούς Χριστός είναι εν υμίν; εκτός εάν ήσθε αδόκιμοι κατά τι.» ( Β΄Κορινθίους, ιγ΄:5),

«Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν  διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς,….  Ας μη σας στερήση μηδείς του βραβείου με προσποίησιν ταπεινοφροσύνης και με θρησκείαν των αγγέλων, εμβατεύων εις πράγματα τα οποία δεν είδε, ματαίως φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού,  και μη κρατών την κεφαλήν, τον Χριστόν, εκ του οποίου όλον το σώμα διά των αρμών και συνδέσμων διατηρούμενον και συνδεόμενον αυξάνει κατά την αύξησιν του Θεού.(Κολοσσαείς, β΄:8,9,18,19),

«Όσοι δε θέλουσι να πλουτώσι πίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και εις επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν.  Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς. (Α΄ Τιμόθεον, ς΄: 9-10),

«και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα,  μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινάς, αλλά προτρέποντες αλλήλους, και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν…Ζητείτε ειρήνην μετά πάντων, και τον αγιασμόν, χωρίς του οποίου ουδείς θέλει ιδεί τον Κύριον,  παρατηρούντες μήπως υστερήταί τις από της χάριτος του Θεού, μήπως ρίζα τις πικρίας αναφύουσα φέρη ενόχλησιν και διά ταύτης μιανθώσι πολλοί» (Εβραίους, ι΄: 24,25 και ιβ΄:14-15),

«Και προς τον άγγελον της εκκλησίας των Λαοδικέων γράψον Ταύτα λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού. Εξεύρω τα έργα σου, ότι ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός είθε να ήσο ψυχρός ή ζεστός  ούτως, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, μέλλω να σε εξεμέσω εκ του στόματός μου.  Διότι λέγεις ότι πλούσιος είμαι και επλούτησα και δεν έχω χρείαν ουδενός, και δεν εξεύρεις ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός  συμβουλεύω σε να αγοράσης παρ' εμού χρυσίον δεδοκιμασμένον εκ πυρός διά να πλουτήσης, και ιμάτια λευκά διά να ενδυθής και να μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου, και χρίσον τους οφθαλμούς σου με κολλούριον διά να βλέπης.  Εγώ όσους αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω γενού λοιπόν ζηλωτής και μετανόησον». (Αποκάλυψη, γ΄: 14-19).

Από τα προηγούμενα εδάφια βλέπουμε  κύρια αιτία αποστασίας από το Θεό και κατά συνέπεια από την εκκλησία Του, είναι η έλλειψη προσοχής, πνευματικής επαγρύπνησης και προσευχής εκ μέρους του πιστού.  Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ιεραρχεί λανθασμένα τις ανάγκες του και να μη εξαγοράζει σωστά τον χρόνο του. Έτσι δίνει τόπο στον πονηρό με συνέπεια η καρδιά του πιστού να γεμίζει με φιλαργυρία, φιλοδοξία, ρίζες πικρίας και γενικά με τα έργα της σαρκός. Το άσχημο είναι, όπως στην περίπτωση του ποιμένα της εκκλησίας της Λαοδικείας, ο αποστάτης  πιστός να νομίζει ότι πάει καλά. Γι’ αυτό καλό είναι να μη αξιολογούμε μόνοι μας τους εαυτούς μας, αλλά πάντοτε να εξετάζουμε αν στεκόμαστε στη πίστη, προσευχόμενοι πάντοτε, ρωτώντας τον Κύριο, μελετώντας τον λόγο Του  και δεχόμενοι την παιδεία Του.  Ο Κύριος μπορεί να ιατρεύσει την αποστασία, όπως στην περίπτωση του ποιμένα της εκκλησίας της Λαοδικείας, αλλά πρέπει να προηγηθεί η μετάνοια του αποστάτη  χριστιανού και η αποδοχή εκ μέρους του, του ελέγχου και της παιδείας του Κυρίου. Αμήν!

 

“Είναι δε η πίστις, ελπιζομένων πεποίθησις, βεβαίωσις πραγμάτων μη βλεπομένων

..Διά πίστεως εννοούμεν ότι οι αιώνες εκτίθησαν με τον λόγον του Θεού, ώστε τα βλεπόμενα δεν έγειναν εκ φαινομένων.

..χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύη ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν. ”(Εβραίους, ια΄:1,3,6).

"Διότι παν ό,τι εγεννήθη εκ του Θεού, νικά τον κόσμον, και αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών"(Α’ Ιωάννου,ε΄:4).

Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί, κυρίως σε χώρες δημοκρατικές και κατ’ όνομα χριστιανικές, μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι πιστεύουν στην ύπαρξη  Θεού, σύμφωνα με το δόγμα στο οποίο ανήκουν, ενώ υπάρχουν και άλλοι που δεν πιστεύουν  σε κάποιο Θεό, των οποίων μάλιστα το ποσοστό, με την πάροδο του χρόνου φαίνεται να αυξάνει.

Βέβαια το να λέει κάποιος ότι απλά πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος Θεός που έφτιαξε τον υλικό κόσμο και τον άνθρωπο και μετά τον άφησε μόνο του  να αγωνίζεται να επιζήσει, χωρίς να ασχολείται μαζί του, αυτή είναι μια πίστη που όχι απλά δεν έχει καμιά σχέση με το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, αλλά έχει σαν αποτέλεσμα να μη προσπαθεί ο άνθρωπος να έρθει σε επικοινωνία με τον Θεό και να παραμένει δούλος των παθών και των αμαρτιών του.

Επίσης το να δηλώνει  κάποιος πιστός και επί πλέον  αντιπρόσωπος του Θεού, ειδικότερα σαν λειτουργός  της χριστιανικής θρησκείας, στο δόγμα το οποίο ανήκει και από την άλλη η ζωή του να κυριαρχείται από φιλαργυρία, αλαζονεία, ασπλαχνία, φιληδονία, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βλασφημείται το όνομα του Θεού μιας και οι άνθρωποι που τον παρατηρούν συνήθως λένε ‘αν είναι τέτοιοι οι αντιπρόσωποι του Θεού, δεν χρειάζεται να γνωρίσουμε τέτοιο Θεό’. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι αυτό το γεγονός είναι μία αιτία του αυξανόμενου ποσοστού των άθεων ανθρώπων.

Στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, το κυρίαρχο μήνυμα είναι :“Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον” (Ιωάννης,γ΄:16), δηλαδή να πιστέψει ο άνθρωπος στον Ιησού Χριστό και αυτό γιατί μόνο τότε θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες του και θα λάβει αιώνια ζωή. Όταν ο δεσμοφύλακας στη φυλακή των Φιλίππων, ρώτησε τους αποστόλους Παύλο και Σίλα: ‘Κύριοι, τι πρέπει να κάμω διά να σωθώ;’, αυτοί του απάντησαν: “Πίστευσον εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και θέλεις σωθή, συ και ο οίκος σου” (Πράξεις,ις΄:30,31). Ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός ήρθε για να σώσει και όχι να απολέσει: “Επειδή ο Υιός του ανθρώπου ήλθε δια να σώση το απολωλός” (Ματθαίος,ιη΄:11). Άλλωστε το μήνυμα της σωτηρίας και του ερχομού του Κυρίου μας Ιησού Χριστού το διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη σε πολλά σημεία όπου είναι προφητευμένο.  Ειδικά όταν μίλησε ο Θεός στο φίδι  ( μέσω του οποίου ο διάβολος παραπλάνησε την Εύα) είπε: “και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής∙ αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού” (Γένεσις,γ΄:15). Με αυτό το εδάφιο όχι μόνο αποκαλύπτεται η έλευση του Κυρίου Ιησού, αλλά και η νίκη Του ενάντια στο διάβολο και το θάνατο.

Ο Ιησούς Χριστός, υπακούοντας στο θέλημα του Πατέρα Θεού, παραδόθηκε από τα όργανα του διαβόλου σε θάνατο, χύνοντας το άγιο αίμα Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά και πληρώνοντας  έτσι για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Όμως την τρίτη μέρα αναστήθηκε με δόξα, νικώντας τον θάνατο και συντρίβοντας την κεφαλή του ‘όφεως’, μιας και σαν αναμάρτητος που ήταν, ο θάνατος δεν είχε εξουσία επάνω Του. Έτσι έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο που θα μετανοήσει και θα πιστέψει σ’ Αυτόν, να μην βιώσει τον αιώνιο θάνατο, αλλά να έχει ζωή αιώνια.

Για τον λόγο αυτό, όταν κάποιοι ρώτησαν τον Κύριο, “Τι να κάμωμεν, διά να εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;”, Αυτός τους απάντησε, "Τούτο είναι το έργον του Θεού, να πιστεύσητε εις τούτον, τον οποίον εκείνος απέστειλε" (Ιωάννης, ς΄: 28,29). Έτσι το πρώτο έργο που πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος  για να ευαρεστήσει τον Θεό, είναι  να πιστέψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, πέθανε αντί γι’ αυτόν πληρώνοντας για τις αμαρτίες του και αναστήθηκε για τη δικαίωσή του. Με βάση αυτό το έργο της πίστης , ο Πατέρας Θεός ‘γεννάει άνωθεν’ τον πιστό και τον κάνει παιδί Του (Ιωάννης,  α΄ : 12,13). Όπως το άγριο δέντρο αρχίζει να μεταμορφώνεται σε ήμερο και να φέρει καλό καρπό, όταν στη βάση του κορμού του  μπολιαστεί ένας μικρός κλάδος από το αντίστοιχο ήμερο δέντρο, έτσι και στο πιστό που έχει ‘γεννηθεί άνωθεν’ αρχίζει να μορφώνεται ο Ιησούς Χριστός μέσα στον εσωτερικό του άνθρωπο με αποτέλεσμα τα αμαρτωλά στοιχεία του παλαιού ανθρώπου να φεύγουν και τη θέση τους να καταλαμβάνει ο καρπός του Αγίου Πνεύματος. Το ζητούμενο για κάθε πιστό που έχει ‘γεννηθεί άνωθεν’ είναι να μορφωθεί ο Χριστός μέσα του σε άνδρα τέλειο, ώστε να μη παραμένει πνευματικά νήπιο, κυματιζόμενο και περιφερόμενο με κάθε άνεμο της διδασκαλίας (Εφεσίους, δ΄: 13-16). Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει δια Πνεύματος Αγίου: “Τεκνία μου, διά τους οποίους πάλιν είμαι εις ωδίνας, εωσού μορφωθή ο Χριστός εν υμίν·(Γαλάτας,  δ΄:19).

Για να γίνει αυτή η πνευματική μόρφωση πρέπει ο κάθε αναγεννημένος πιστός να δεχθεί την παιδεία του Κυρίου και να την υπομείνει έως τέλους. Στα πλαίσια αυτής της παιδείας, ο Ιησούς Χριστός μας καλεί να σηκώσουμε το δικό του ζυγό: “Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς, και μάθετε απ’ εμού∙ διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν∙ και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίον μου ελαφρόν” (Ματθαίος,ια΄:28-30). Δηλαδή ναι μεν αναπαύει τις ψυχές μας από το βάρος των αμαρτιών μας αλλά μας βάζει ένα ζυγό που περιέχει πειρασμούς, θλίψεις, δοκιμασίες και διωγμούς, ακόμα και από την οικείους  μας. Διαβάζουμε σχετικά: “Μη νομίσετε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επί την γήν∙ δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Διότι ήλθον να διαχωρίσω άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής, και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής. Και εχθροί του ανθρώπου θέλουσιν είσθαι οι οικιακοί αυτού. Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού∙ και όστις αγαπά υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού. Και όστις δεν λαμβάνει τον σταυρόν αυτού, και ακολουθεί οπίσω μου, δεν είναι άξιος εμού. Όστις εύρη την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν∙ και όστις απολέση την ζωήν αυτού δι’ εμέ, θέλει ευρεί αυτήν"(Ματθαίος,ι΄:34-39).

Είναι εύκολα αυτά που μας λέει ο Κύριος; Σίγουρα όχι. Τότε θα πει κάποιος, πώς ο ζυγός του είναι καλός και το φορτίο του ελαφρό; Σε αυτό ερώτημα μας απαντά ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας: “Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα∙ ο μένων εν εμοί, και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν∙ διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν”(Ιωάννης, ιε΄:5) και επι πλέον υποσχόμενος δια του αποστόλου Παύλου: “Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος· πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε.” (Α΄ Κορινθίους, ι΄:13). Άρα, μένοντας στον Ιησού Χριστό και Αυτός σε μας,  μπορούμε να εκτελούμε τις εντολές Του.  Αυτό προϋποθέτει από τη μεριά μας τη προθυμία μας και  τη θέλησή μας να εργαστούμε τη σωτηρία που ο Κύριος μας χάρισε, διότι είναι γραμμένο, “μετά φόβου και τρόμου εργάζεσθε την εαυτών σωτηρίαν· διότι ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν κατά την ευδοκίαν αυτού”(Φιλιππησίους, β΄: 6,7) .

Έτσι παράλληλα με την θέλησή μας να ενεργούμε  κατά το θέλημα του Θεού  πρέπει να συμβαδίζει και η πίστη μας στην αγάπη του Θεού, ώστε να δεχόμαστε αγόγγυστα  όσες θλίψεις και στενοχώριες μπορούν να συμβούν, βαδίζοντας στην στενή και τεθλιμμένη οδό του Κυρίου. Πίστη στον Κύριο σημαίνει εμπιστοσύνη στον Κύριο, δηλαδή του εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, τα υπάρχοντά μου, τις μέριμνές μου, την οικογένειά μου και γενικά όσα συμβαίνουν στη ζωή μου. Βέβαια  “η πίστης είναι εξ ακοής∙ η δε ακοή δια του λόγου του Θεού” (Ρωμαίους, ι΄:17), αλλά το ζητούμενο είναι να  διατηρήσουμε την πίστη καθαρή έως τέλους και επί πλέον να την αυξήσουμε. Αυτό δεν είναι ένα εύκολο μάθημα στη ζωή μας, αλλά το μαθαίνουμε με τον καιρό  ειδικά μέσα στις δοκιμασίες που είναι απαραίτητο να περάσουμε. Ο Αβραάμ όταν του ζήτησε ο Θεός να Του προσφέρει τον Ισαάκ θυσία, πίστεψε ότι ακόμα και μετά το θάνατο του παιδιού του ο Θεός μπορούσε να το αναστήσει: «Δια πίστεως, ο Αβραάμ, ότε εδοκιμάζετο, προσέφερε τον Ισαάκ∙ και τον μονογενή αυτού προσέφερεν εκείνος όστις ανεδέχθη τας επαγγελίας, προς τον οποίον ελαλήθη, “ Ότι εν Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα∙” συλλογισθείς ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη∙ εξ ων και έλαβεν αυτόν οπίσω παραβολικώς» (Εβραίους,ια΄:17-19).  Σκληρή δοκιμασία για έναν πατέρα, αλλά έδειξε εμπιστοσύνη στον Θεό και ευλογήθηκε: «Ώμοσα εις εμαυτόν, λέγει Κύριος, ότι, επειδή έπραξας το πράγμα τούτο, και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης∙ και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού∙ και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γής∙ διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου» (Γένεσις,κβ΄:16-18).

Υπακοή στο θέλημα του Θεού,  σημαίνει πίστη ότι ο Θεός θα ευλογήσει αυτόν που θα εκτελέσει το θέλημα Του. Ο χριστιανός που δεν έχει εμπιστοσύνη στον Θεό είναι ευάλωτος  πνευματικά και μπορεί να παρεκκλίνει από το δρόμο του Θεού και να πέσει σε διάφορες αμαρτίες, όπως έκανε ο λαός Ισραήλ. Γι' αυτό είναι γραμμένο: “ας φοβηθώμεν λοιπόν μήποτε, ενώ μένει εις ημάς επαγγελία να εισέλθωμεν εις την κατάπαυσιν αυτού, φανή τις εξ υμών ότι υστερήθη αυτής.  Διότι ημείς ευηγγελίσθημεν, καθώς και εκείνοι· αλλά δεν ωφέλησεν εκείνους ο λόγος τον οποίον ήκουσαν, επειδή δεν ήτο εις τους ακούσαντας ηνωμένος με την πίστιν” (Εβραίους, δ΄:1-4). Όλοι μπορεί να χάσουμε για λίγο την πίστη μας κάτω από το βάρος μιας δοκιμασίας, όπως συνέβη στον  Ιωάννη τον Βαπτιστή και στους μαθητές του Κυρίου. Ο Κύριος γνωρίζει ότι εκ φύσεως είμαστε αδύναμοι, γι’ αυτό όπως και για τον απόστολο  Πέτρο έτσι δέεται και για μας να μην εκλείψει η πίστη μας και αν για λίγο απομακρυνθήκαμε να επιστρέψουμε στη συνέχεια στο Θεό. Πάντως σε κάθε περίπτωση καλό είναι να ζητάμε με πίστη γνωρίζοντας ότι: “Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν∙ διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν” (Εβραίους, ια΄:6).  Αμήν!

 
Περισσότερα Άρθρα...

Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού· οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν. (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον α' 12)